Στην ποιητική μου συλλογή ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ένας θρήνος για τα καιόμενα δάση.

Ο ΑΓΈΡΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

 

Στα κορφοβούνια του Μοριά

Χορό σηκώσανε τρανό

Μες στο δισάκι βάζοντας

Στίχους και φούχτες στάχτη.

Τα χέρια κάνανε χωνί

Κι από κορφή σ’ άλλη κορφή

Φωνάζανε, αγέρινες πετώντας

Συλλαβές.

Ο Ρίτσος στη Μονεβασιά,

Στις Κροκεές ο Νικηφόρος

Και στην Κυπαρισσία ο νεότερος

Μιχάλης Κατσαρός.

Κάτω κάρβουνα να λάμπει κάθε βράχος

Και πάνω πέρα ο ‘Επιτάφιος’ να θρηνεί

«Τώρα δε με παρηγορείς και δε μου βγάζεις άχνα

Και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου

Τα σπλάχνα;»

Κάτω να λαμπαδιάζουν οι ψυχές

Και πάνω πέρα το ‘Ελεγείο’ να φωτογραφίζει

«Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.

Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο και

Προχώρησες…

Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κι έπαιξες τον άνθρωπο!»

Ο γέροντας της Πρωτομαγιάς

‘Πίσω απ’ το τελευταίο σύνορο’ απαντάει

«Κι ο κόσμος χαιρετάει τον ίσκιο των καπνών μέσα

Στον ήλιο

Μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο μέλλον και σημαίες».

Και της αγάπης η φωνή στη γειτονιά των στίχων

στην ‘Επιστροφή από τους Δελφούς’ αντιφωνάει

«Πάνω απ’ τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο,

Παιχνιδίζοντας,

Έτρεχε ανάλαφρα μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού,

Σαν αλαφάκι».

Ακούγοντας μέσα στα φύλλα τα λάμποντα

Και στους πυρακτωμένους ήχους

Σηκώνει το λαρύγγι του ο νέος

Το ‘Οροπέδιο’ κραδαίνοντας για ν’ ακουστεί στο σύμπαν

«Μέσα στο δέντρο υπάρχω και ζω –

Τρέμουν τα φύλλα – άνθη τρέμουν –

Έγινα πια ο καρπός».

Ο Γιάννης ο Ρίτσος κι Νικηφόρος Βρεττάκος

Κι άλλοι πολλοί σε μια σειρά

Από τα χρόνια τα αρχαία και των καημών

Της Ρωμιοσύνης ιχνηλάτες

Σινιάλα δίνουν να τραβήξει κυκλωτικά

Καλαματιανό και Τσάμικο χορό

«Δεχθείτε με πάλι. Είμαι ο άνεμος η οργή –

Είμαι το τελευταίο σκαλί σας

Εσείς πάλι το πρώτο  – προχωρείτε».

Αγέρινος αγέρωχος χορός

Χορός των ποιητών.