ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

  Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί από την ίδρυσή της έναν πνευματικό χώρο κυοφορίας τέχνης και λόγου. Παραλείπουμε τους έντεκα αιώνες της βυζαντινής οικουμένης και τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής και περνούμε στον 19ο αιώνα.

  Στη “Συνοπτική Ιστορία Θρακικής Λογοτεχνίας” (1982), γράφω σχετικά ‘Η Κωνσταντινούπολη ανάδειξε μια ολόκληρη σειρά λογοτέχνες και σχολές, με βασικότερη τη Φαναριώτικη Σχολή. Από εδώ ξεκινούν θεατρικοί συγγραφείς του διαφωτισμού, ποιητές της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής, δημοσιογράφοι, πεζογράφοι, συγγραφείς (…). Οι περισσότεροι από τους κωνσταντινουπολίτες λογοτέχνες συνέχισαν τη δράση τους στην Αθήνα και δημιουργούν μια καινούρια κατάσταση, γενικά, στα ελληνικά πνευματικά πράγματα’.

  Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας θα αναφερθούμε συνοπτικά στη Γυναικεία Λογοτεχνία της Πόλης.

  Ακόμη και στις μέρες μας η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης ‘ανδροκρατείται’. Παρόλο που οι γυναίκες δημιουργοί είναι πολλές και σημαντικές, οι αναφορές στο έργο τους αναλογικά είναι περιορισμένες. Νεότερες έρευνες εμπλουτίζουν με πολλές ακόμη γυναίκες που έγραφαν και τα ονόματά τους ήταν ως τις μέρες μας στην αφάνεια. Πολλές έγραφαν ανώνυμα ή ψευδώνυμα.

  Η Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού μια προοδευτική σοσιαλίστρια, κωνσταντινοπουλίτισσα, διευθύντρια των περιοδικών Ελληνίς και Σοσιαλιστική Ζωή, αγωνίστηκε για τα δικαιώματα του ανθρώπου και  βέβαια και για τα δικαιώματα της γυναίκας, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική μελέτη. Σε κείμενό της που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία το 1948 για τα “Φιλολογικά Σαλόνια της Πόλης” παρουσιάζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο των γυναικών για την προώθηση των νέων ιδεών και της δημοτικής γλώσσας.

  Στις περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές του υπόδουλου ή παροικιακού ελληνισμού, η θέση της γυναίκας είχε αρχίσει να βελτιώνεται γρηγορότερα από ό,τι συνέβαινε στην ελεύθερη Ελλάδα.

   Δύο γυναίκες δημιουργοί Κωνσταντινουπολίτισσες, η Ιουλία Δραγούμη (1858 – 1937) και η  Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (1867 – 1906), διηγηματογράφοι και στυλοβάτες – με την Π. Δέλτα – της λεγόμενης παιδικής λογοτεχνίας.  Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου μάλιστα θεωρείται ως η πρώτη ελληνίδα διηγηματογράφος. Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού – ιδιαίτερα του διηγηματικού – λόγου στη χώρα μας. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου μιλά και σε μας σήμερα. Μια γυναίκα που ήταν πρωτοπόρα στα νεοελληνικά γράμματα. Περιγράφει την κοινωνική ζωή στην Κωνσταντινούπολη, την οικογενειακή ζωή, τη θέση της γυναίκας, τα όνειρα και τα βάσανα του ανθρώπου. Και φτάνει σε μια βιοσοφία σαφή και απλή : «Ω ανθρωπότης ! διατί πιστεύουσα αβασανίστως εις την κακίαν δυσπιστείς εις την αρετήν;»

  Δύο σημαντικές γυναίκες έχουν θέση στη συνέχεια των αναφορών μας, η Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού (την οποία ήδη συναντήσαμε)  και η Μυρτιώτισσα  – Θεώνη Δρακοπούλου.

    Η Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού (1880 – 1952) είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα της θεωρίας και της πράξης, που η ζωή και το έργο της συνδέεται με του συζύγου της Νικόλαου Γιαννιού (1885 – 1858), που στα τέλη της δεκαετίας του 1920, συμμετείχε στις διεργασίες που είχαν ως στόχο το συντονισμό της πολιτικής έκφρασης των σοσιαλιστών της χώρας, οι οποίες και οδήγησαν στη σύσταση ενός ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας. Η σύζυγός του Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού δέχεται την επίδραση του δημοτικισμού. Προτρέπει τις μαθήτριές της να γράφουν σε δημοτική γλώσσα και, παρά τις αντιδράσεις που αντιμετωπίζει μέσα και έξω από το σχολείο, αποσύρει τα αναγνωστικά και όλα τα βοηθητικά βιβλία, που είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Πόλη ανθούν ο σοσιαλισμός, ο δημοτικισμός και ο φεμινισμός. Η Αθηνά συμμετέχει ενεργά στην κίνηση αυτή. Στα 1912 δημοσιεύει τη μελέτη της Η καταγωγή του ανθρώπου και η εξέλιξή του στην κοινωνία: Λαμάρκ, Ντάρβιν, Μαρξ που δέχεται επαίνους ως πρότυπο γραφής σε δημοτική γλώσσα, από τον δημοτικιστή γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

Τον Οκτώβριο του 1919 η Αθηνά,  ιδρύει μαζί με άλλες γυναίκες τον «Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών» (Σ.Ο.Γ.), Συνεργάζεται με το «Εθνικό Συμβούλιο» για την έκδοση του φεμινιστικού περιοδικού Ελληνίς, στο οποίο γράφει για διάφορα θέματα.

    Η  Μυρτιώτισσα  ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου (1885 – 1968) είναι μια πονεμένη αισθαντική ποιήτρια και ηθοποιός. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος.

   Ταυτισμένη, θα έλεγα, με την Πόλη είναι στις μέρες μας  η Μαρία Ιορδανίδου (1897 – 1989) ιδίως χάρη στο βιβλίο  της “Λωξάντρα” (1963). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του μυθιστορήματος Λωξάντρα. Ακολούθησαν: • Διακοπές στον Καύκασο. Αθήνα, έκδοση της συγγραφέως, 1965.• Σαν τα τρελά πουλιά. Αθήνα, Εστία, 1978, • Στου κύκλου τα γυρίσματα. Αθήνα, Εστία, 1979.• Η αυλή μας. Αθήνα, Εστία, 1981.

  Η Τατιάνα Σταύρου (1899 – 1990) έχει μία συναρπαστική πορεία στο χώρο των γραμμάτων του εικοστού αιώνα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1932 με τη δημοσίευση ενός διηγήματός της στο περιοδικό του Απόστολου Μελαχρινού Ο Κύκλος. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά, όπου δημοσίευσε ποιήματα, λογοτεχνικές μεταφράσεις, καθώς επίσης άρθρα και μελέτες για την ελληνική παράδοση.  Η λογοτεχνική περιπέτεια της Τατιάνας Α. Σταύρου στηρίζεται κυρίως στις μνήμες της ιδιαίτερης της πατρίδας και καταγωγής την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν παύει να διατηρεί μέσα στο έργο της, ένα χρονικά ευρύ πλαίσιο ιστορικών αναφορών που περιλαμβάνει τον μεγάλο πόλεμο, την μικρασιατική  Καταστροφή, την περίοδο της κατοχής, και καταλυτικά γεγονότα της βυζαντινής περιόδου.

Στην αρχή του εικοστού αιώνα γεννήθηκε μια μεγάλη ηθοποιός η Ελένη Χαλκούση, χρονογράφος και μεταφράστρια θεατρικών έργων, από το Μακρυχώρι Προποντίδας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη (1901 – 1993). Τιμούμε στο πρόσωπό της τους και τις ηθοποιούς και άλλους συντελεστές του πολύ σημαντικού θεάτρου της Πόλης,

  Στο βιβλίο της “Πόλη, αγάπη μου”, διηγείται τι συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, που βρήκε τους Τούρκους στο πλευρό των ηττημένων.

«Και μια μέρα έρχεται η μεγάλη είδηση: 11 Νοεμβρίου 1918! ΑΝΑΚΩΧΗ! Φεύγουν τα σουβλερά κράνη και οι δρόμοι στις πόλεις γεμίζουν από Γάλλους με Berets Basques και ροδοκόκκινα Εγγλεζάκια. Τι λέω! Σε λίγο, στη Μεγάλη οδό του Πέραν (το σημερινό Istiklar Djadessi) εκεί που ο δρόμος στενεύει αντίκρυ στο «σοκάκι» που βρίσκεται η Αγία Τριάδα και το Ζάππειο, πριν βγεις στην πλατεία του Ταξίμ, δυο λεβέντες Κρητικοί με τα στιβάλια και τις βράκες τους, θα φυλάνε την είσοδο της Ελληνικής Αρμοστείας, όπου μια ολομέταξη Ελληνική σημαία κρέμεται από τον τέταρτο όροφο ως κάτω στο πεζοδρόμιο! Στην υποστολή της καντήλια ανάβουν στις βιτρίνες με την εικόνα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο κόσμος σταυροκοπιέται γονατιστός και η κυκλοφορία σταματά επί μισή ώρα, μπρος στα κατάπληκτα μάτια των Συμμάχων. Ο «Αβέρωφ» φουντάρει στα νερά της Προποντίδας, γεύματα και δεξιώσεις δίνονται, κόσμος πολύς πήγε και, ίσως, πρώτες και καλύτερες οι κοπέλες που φοιτούσαν στο Γερμανικό σχολείο. Γιορτές και ανθεστήρια οργανώνονται στον κήπο του Ταξιμιού, για πρώτη φορά ευζωνάκια ψήνουν κοκορέτσι και οβελία στη χώρα των Παλαιολόγων και των Κομνηνών, και μεις που χρόνια μας νανούρισε ένα όνειρο και μας έθρεψε μια πίστη λέμε πως ήρθε η ώρα η ευλογημένη. Ξαναγυρίζουμε στο οικοτροφείο, στις τάξεις και στους κοιτώνες, στις μεγαλοπρεπείς του αίθουσες δεξιωνόμαστε τον «δαφνοστεφή στρατηγό» Παρασκευόπουλο, μας το ανταποδίδει με πρόσκληση στο ξενοδοχείο Πέρα – Παλάς. Και μας φαίνεται απίστευτο ότι η Ελληνική στρατιωτική μπάντα με διευθυντή ορχήστρας το Μανώλη Καλομοίρη και τενόρο τον Πέτρο Επιτροπάκη, βροντοφωνεί τα τραγούδια που περισώθηκαν ψιθυριστά από μάνα σε παιδί».

[ Αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο μου «ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ»]