του Θανάση Μουσόπουλου

  Τον ποιητή και φίλο Κώστα Ταβουλτσίδη τον γνώρισα πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια. Χρόνια γεμάτα ποίηση και αγωνία. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι είναι ένας ποιητής με ποιητική – άρα επικίνδυνη – ζωή. Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ποιήματα και αυτοί που είναι ποιητές. Δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Ξέρετε υπάρχουν και καλοί ποιητές και ποιήτριες που ξυπνάνε κάθε πρωί νωρίς, κάθονται στο γραφείο τους και γράφουν ποιήματα. Κολλάνε ένσημα στην ποίηση. Αυτό είναι το ένα ρεύμα της ποίησης και, εν γένει, της δημιουργίας.

  Το άλλο ρεύμα της ποίησης είναι, θα έλεγα, αυτοί που είναι σαλοί με την ποίηση. Ζουν, γράφουν κι ό,τι βγει, αν βγει. Το κυριότερο είναι ότι ζουν, διαβάζουν και γράφουν. Ζουν κι ονειρεύονται. Ζουν και χτίζουν πόλεις ουτοπικές. Και γράφουν για τις ουτοπικές πόλεις. Δεν γράφουν για να αυξήσουν το βιογραφικό τους, ούτε για να πάρουν αύξηση και προαγωγή. Γράφουν για να εκραγούν, για να σκορπίσουν λάβα στο σύμπαν.

  Ένα δεύτερο σημείο που αναφέρω σε σχέση με την ποίηση είναι η γλώσσα. Υπάρχουν ποιητές και ποιήτριες που στην ποιητική τους φαρέτρα έχουν όλες τις λέξεις / οβίδες της ελληνικής. Πιστεύουν, όπως άλλωστε πιστεύω κι εγώ, ότι η γλώσσα είναι ενιαία στη διαχρονία της. Στην ποίηση του Κωνσταντίνου Ταβουλτσίδη ξεκινάμε από τον Ανδρέα Κάλβο, σε κάποια σημεία από τον ακατέργαστο Διονύσιο Σολωμό, συνεχίζουμε με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, πάμε στον Νίκο Εγγονόπουλο και φτάνουμε στον Μιχάλη Κατσαρό. Η γλωσσική αυτή πορεία με την ποιότητα και το βαθύτατο ήθος της είναι διασκορπισμένο στο έργο του ποιητή μας. Μέχρι να καθιερωθεί η δημοτική φοβόμαστε να προβάλουμε τη γλωσσική μας διαχρονία, Στον εικοστό όμως αιώνα, και περισσότερο στις μέρες μας, απελευθερωθήκαμε και τολμούμε να γράφουμε χωρίς γλωσσικούς αποκλεισμούς.

  Όταν πρωτογνώρισα τον Κώστα πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια, τρόμαξα. Είπα: τι εύθραστος. Ποιητής με τα όλα του. Και αναρωτιόμουν – το λέω τώρα για πρώτη φορά –Τι θα κάνει αυτό το παιδί.

  Και έκανε πολλά και καλά.

  1.  Επτά σπόνδυλοι του έρωτος, 1999
  2. Αυτόματος γεφυροπλάστιγξ, 2002
  3. Άναξ, 2012
  4. Η ΄Ελιξ – Το βιβλίο με τις πέστροφες, 2016

  Η συλλογή που σήμερα παρουσιάζουμε «Μικρά Διονύσια» περιέχει ποιήματα από τις συλλογές:  Αυτόματος γεφυροπλάστιγξ, Άναξ και η Έλιξ (την ‘τριλογία του ξι’ όπως είπα στην προηγούμενη παρουσίαση, πριν ένα χρόνο) αλλά και ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή  «Ανορθογραφία». Συνοδεύεται το βιβλίο από ψηφιακό δίσκο με  τις απαγγελίες του ποιητή και με τη συνοδεία του Βαγγέλη Κοντόπουλου στο εκφραστικό και πολυεπίπεδο κοντραμπάσο.

  Μιλώντας για τη συλλογή «Άναξ» ανέφερα τις προσωκρατικές βάσεις της συλλογής, όχι τυχαία – ο Κωνσταντίνος Ταβουλτσίδης έχει κατά βάση φιλοσοφική προσέγγιση των πραγμάτων – δεν γράφει ιστορία – γράφει ποιητική φιλοσοφία, αν θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε έτσι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «νέα σύνθεση».

  Νεοϋπερρεαλισμός – μαγικός ρεαλισμός – με απρόοπτη σύνδεση των λέξεων και έντονα εικαστικά στοιχεία. Με την πάροδο του ποιητικού βίου, πέρασμα στην αχλή του καβαφικού κόσμου.

  Όπως και άλλοτε είπα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Κώστα είναι ότι η ποίησή του δεν είναι ακατανόητη. Είναι απρόβλεπτη πολλές φορές, οι λέξεις η μία μετά την άλλη δημιουργούν ένα κλίμα μυστηρίου και γοητείας. Οι ποιητικές του αφετηρίες ελληνικές και ξενόγλωσσες  συνδυάζονται με την Ξάνθη και την ιδιαίτερη παρανέστια γενέτειρά του. Δεν κρύβει την ανάγκη να επικοινωνήσει μέσα από την ποίηση. Λειτουργεί αντίθετα προς μια διάχυτη τάση πολλών ποιητών του καιρού μας ή γενικότερα λογοτεχνών και ανθρώπων της τέχνης να είναι απομακρυσμένοι από την κοινωνία, συχνά ακατανόητοι.

  Οι μεγάλοι ποιητές είναι κατανοητοί, οι μικροί περιβάλλουν τη ζωή και το έργο τους με μια αχλή μύθου, μυστηρίου. Καλλιεργείται συχνά μια δοσοληψία και συναλλαγή δημιουργών – εκδοτών – κριτικών που αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό συχνά φαίνεται στις βραβεύσεις και στη συγκρότηση κριτικών επιτροπών. Ο λαός έτσι μένει  αμέτοχος σε όλο αυτό το περίεργο πανηγύρι.

   Ο Κωνσταντίνος Ταβουλτσίδης παρακολουθεί την πορεία της σύγχρονης τέχνης, απορρίπτοντας τον αποκρυφισμό και την επιδίωξη του ακατανόητου καινοφανούς, ξεδιπλώνει τον βαθύτερο ψυχισμό του με ειλικρίνεια και αγάπη. Φτιάχνει ένα κόσμο κατοικήσιμο και ωραίο. Έναν κόσμο δικό του, μοναδικό.  Πολύ συναρπαστικός είναι ο διηνεκής διάλογος με άλλα κείμενα και άλλες τέχνες. Η απαγγελία του και η μουσική που τη συνοδεύει μας οδηγεί ευθύβολα στην καρδιά της ίδιας της ποίησης.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018