Του Γιώργου Ευγενίδη

Ο πρωθυπουργός έχει την απαράμιλλη βεβαιότητα ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν είναι όπως τους αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις. Μπολιασμένος με τη νοοτροπία του ανθρώπου που μέχρι σήμερα έδωσε, κατά βάση, νικηφόρες εκλογικές μάχες, δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την ήττα και τη δεύτερη θέση.

Κάπως έτσι πρέπει να διαβαστεί και η παρουσία του αυτό το Σαββατοκύριακο στη ΔΕΘ. Χωρίς ιδιαίτερη πόλωση, αλλά με μεγάλο καλάθι, ο πρωθυπουργός θέλησε να απευθυνθεί στους πολίτες ευθέως και να επηρεάσει το σημαντικότερο κριτήριο για την ψήφο τους: την τσέπη τους. Υποσχόμενος ελαφρύνσεις άμεσα, τάζοντας περισσότερες ελαφρύνσεις για το μέλλον και, γενικώς, προδιαγράφοντας καλύτερες μέρες με το σχέδιο που εφαρμόζει η κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας θέλησε να ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι.

Ήταν, βεβαίως, αναμενόμενο ότι ο πρωθυπουργός δεν θα θελήσει να πάει σε εκλογές με άδειο καλάθι και κομμένες συντάξεις. Και αν για τις συντάξεις δεν είμαι τόσο βέβαιος πόσο ομαλά θα πάει η διαπραγμάτευση, όχι με την Κομισιόν, αλλά με τους Γερμανούς κατά κύριο λόγο, το καλάθι των παροχών είναι σίγουρο ότι θα επηρεάσει ορισμένους ψηφοφόρους.

Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει σημάδια κατάρρευσης. Προσέξτε, μπορεί να είναι σαφώς δεύτερος και εκεί αναμένεται να μείνει ως τις εκλογές, αλλά δεν έχει πέσει κάτω από το 20%, ακόμα και σε δύσκολες περιόδους, όπως αυτή την προηγούμενων μηνών με τη διαχείριση του Σκοπιανού και με τις φωτιές στο Μάτι. Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται σε ένα μπετοναρισμένο κοινό, το οποίο κατά βάση ψηφίζει Τσίπρα και όχι το κυβερνών κόμμα.

Αρκούν, όμως, όλα αυτά για να κάνει το μεγάλο ντεμαράζ ο κ. Τσίπρας; Σημειολογικά, θα πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο επίτευγμα της εκλογικής του καριέρας να γυρίσει διαφορά άνω των δέκα μονάδων, πέρα από στατιστικό παράδοξο για τα ελληνικά δεδομένα. Όπως και να έχει, πάντως, το ότι υποσχέθηκε και έταξε, δεν σημαίνει ότι ο κ. Τσίπρας αλλάζει την ατζέντα από αύριο και θα τον δουν οι Έλληνες με εντελώς διαφορετικό μάτι.

Έχει, άλλωστε, δύο σημαντικούς αντιπάλους. Από τη μία είναι η φθορά. Ο κ. Τσίπρας κυβερνά πάνω από τριάμισι χρόνια και πολλοί Έλληνες έχουν πλέον μια παγιωμένη άποψη γι’ αυτόν και το κόμμα του. Αυτή δεν αλλάζει τόσο εύκολα, επειδή υποσχέθηκε μια μείωση του ΕΝΦΙΑ και αύξηση του κατώτατου μισθού. Από την άλλη, είναι ο λίγος χρόνος που έχει. Σαφώς, ο περίπου ένας χρόνος ενόψει, πριν από τις εκλογές, αρκεί για να επανασυσπειρώσει δυνάμεις ο κ. Τσίπρας και να προσεγγίσει την περιοχή του 25%, κλείνοντας, κάπως, την ψαλίδα με τη ΝΔ. Ο χρόνος, όμως, είναι λίγος, απειροελάχιστος βασικά, προκειμένου είτε να συγκρατήσει όλες του τις απώλειες είτε να πάρει νέους ψηφοφόρους, από άλλους πολιτικούς χώρους, για να «ρεφάρει» όσους του φεύγουν.

Με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας χθες και προχθές εγκαινίασε τη μακρά προεκλογική περίοδο που θα βιώσουμε, δημιούργησε όρους αναδιάταξης δυνάμεων για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει την υπέρβαση. Πόσες υπερβάσεις, άλλωστε, να κάνεις κανείς μέσα σε ούτε δέκα χρόνια;