500 ευρώ το χρόνο θα χάνει κάθε οικογένεια από την υπερφορολόγηση των καυσίμων

 

Σύμφωνα με τους βενζινοπώλες το κόστος κάθε οικογένειας θα ανέρχεται σε 500 ευρώ ετησίως  λόγω της υπερφορολόγησης των καυσίμων.

Αυτό από μόνο του, έξω από όλες τις άλλες φορολογικές και μη υποχρεώσεις των νοικοκυριών, προκαλεί αναστάτωση στον προγραμματισμό των οικογενειών.

Οι υπέρογκες αυξήσεις στα καύσιμα δεν βάλλουν μόνο κατά του οικογενειακού προγραμματισμού αλλά έχουν και δεκάδες άλλες παρενέργειες στην οικονομία.

Αύξηση κομίστρων με το κόστος να μετακυλύετε στον πελάτη. Επίσης θα υπάρξει αύξηση στο κόστος παραγωγής των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων.

Αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στο «ράφι», σε βάρος χιλιάδων συνταξιούχων που έχουν βιώσει, από μήνα σε μήνα, μειώσεις συντάξεων μέχρι και 40%, αλλά και σε βάρος όλων των ήδη υπερφορολογημένων καταναλωτών. Παρά τις διαβεβαιώσεις των κυβερνώντων ότι μάχονται για την ανάπτυξη, τις εκκλήσεις των πρατηριούχων για αλλαγή πολιτικής που θα φέρει μεγαλύτερη αύξηση στην κατανάλωση και κατά συνέπεια έσοδα στα κρατικά ταμεία, η Κυβέρνηση συνεχίζει τη στρεβλή λογική συνεχούς αύξησης της φορολογίας, χωρίς μάλιστα κανένα κοινωνικό αισθητήριο, δεδομένου ότι οι τιμές των καυσίμων στη χώρα μας είναι γενικά σταθερά υψηλές και οδηγούν σε ανατιμήσεις στις τιμές όλων των προϊόντων.

Στην ανακοίνωση της ΝΔ τονίζεται ότι σε μία οικονομία σε ύφεση, σε μία κοινωνία ανεργίας, χαμηλών μισθών και μειωμένης αγοραστικής δύναμης για την πλειοψηφία των πολιτών, η Κυβέρνηση επιβάλλει υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, γεγονός που έχει ως άμεση συνέπεια νέες αυξήσεις στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, στις τιμές των υπηρεσιών αλλά και στο κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα  ο πληθωρισμός στα αγαθά που αφορούν τις βιοτικές καταναλωτικές ανάγκες της πλειοψηφίας των Ελλήνων να έχει εκτιναχθεί (…). Τέλος, πέραν της κερδοσκοπίας, στην οποία οδήγησε η εκτίναξη των τιμών των καυσίμων σε όλη την επικράτεια με ακραία επίπεδα στα νησιά,  η αυξημένη φορολογία λειτουργεί ως κίνητρο ενίσχυσης του λαθρεμπορίου, αφού αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, ενώ παράλληλα περιορίζει σημαντικά τη ζήτηση με αποτέλεσμα να καθίσταται αμφίβολος ο βασικός στόχος αύξησης των δημοσίων εσόδων».