Γράφει ο Ceteris Paribus

«Είναι ανάγκη, ανάγκη εθνική και επιτακτική, να ζητήσουμε επισήμως από τους εταίρους μας την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, που από κοινού δημιουργήσαμε στην Ε.Ε.». Έτσι προανήγγειλε το πρώτο μνημόνιο και την εμπλοκή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στις 23 Απριλίου 2010 με φόντο το λιμάνι του Καστελόριζου.

Καθώς πλησιάζουμε στο σημείο των κρίσιμων αποφάσεων στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, η 23η Απριλίου του 2017 προβλέπεται ότι θα είναι ξανά αποφασιστικής σημασίας, αφού είναι η καταληκτική ημέρα της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, κατά την οποία το Ταμείο θα πρέπει να καταλήξει σε μια γραμμή πλεύσης απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Δύο μέρες πριν, στις 21 Απριλίου, σε μια άλλη «μαύρη» ελληνική επέτειο, η Eurostat θα ανακοινώσει τα επίσημα ελληνικά στατιστικά στοιχεία. Τράντα μία μέρες νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου, επέτειο της έναρξης της επανάστασης του 1821 αλλά και 60ή επέτειο από τις γενέθλιες για τη σημερινή Ε.Ε. Συνθήκες της Ρώμης του 1957, ο Αλέξης Τσίπρας θα εξαντλήσει τα επικοινωνιακά του όπλα ζητώντας επί ματαίω τη συμπερίληψη στο επίσημο ανακοινωθέν της επετειακής συνόδου κορυφής μια αναφορά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο για τις εργασιακές σχέσεις.

Πολλές επέτειοι, που αποκτούν ιδιαίτερη συμβολική σημασία καθώς προσεγγίζουμε το κρίσιμο σημείο κατά το οποίο όλοι οι «παίκτες» θα πρέπει να λάβουν τις αποφάσεις τους όσον αφορά την τελική τους στάση στο ζήτημα του ελληνικού προγράμματος. Μένει να δούμε αν αυτή η εντυπωσιακή «συναστρία» επετείων προαναγγέλλει κάτι το «επικό», είτε με τη θετική είτε με την αρνητική έννοια…

Το ΔΝΤ

Ίσως δεν υπάρχει πιο εύγλωττη ένδειξη για το γεγονός ότι το ΔΝΤ βιάζεται να αποφασίσει την τελική του στάση από το γεγονός ότι ζήτησε -για πρώτη φορά- τη συμμετοχή στελέχους του στις συζητήσεις μεταξύ της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat που θα προηγηθούν της επίσημης ανακοίνωσης από τη δεύτερη των ελληνικών στατιστικών στοιχείων. Ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ κ. Θανόπουλος αποδέχθηκε το αίτημα του ΔΝΤ, δηλώνοντας όμως ότι: «Δεν υπάρχει κάτι να φοβηθούμε, όσον αφορά τόσο τις πηγές μας, αλλά και τις μεθόδους μας.

Φυσικά, όπως αντιλαμβάνεστε, υπάρχουν κάποια «θεματάκια» εμπιστευτικότητας, μη-αποκάλυψης ταυτότητας μονάδων ή Φορέων, τα οποία εννοείται ότι τα σεβόμαστε και ισχύουν και για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως ισχύουν και για όλους τους άλλους χρήστες»…

Ως γνωστόν, το ΔΝΤ έχει διαφωνήσει με τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία και κυρίως με τις προβλέψεις για το ΑΕΠ αλλά και για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ είναι λανθασμένα απαισιόδοξες, προβάλλοντας σαν επιχείρημα το υπερπλεόνασμα του 2016. Ωστόσο, το ΔΝΤ διατυπώνει σαν αντεπιχείρημα ότι αυτή η υπεραπόδοση πρώτον δεν είναι διατηρήσιμη και δεύτερον δεν είναι στο σύνολό της πραγματική, αφού στηρίζεται στη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των οφειλών του Δημοσίου στους ιδιώτες αλλά και στην καθυστέρηση έγκαιρης απόδοσης συντάξεων και εφάπαξ.

Τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία (αύξηση κόκκινων δανείων, μείωση καταθέσεων, αύξηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημοσίου αλλά και του Δημοσίου προς ιδιώτες, μείωση εσόδων από ΦΠΑ και σοβαρή μείωση της υπεραπόδοσης των εσόδων συνολικά, μείωση λιανικών πωλήσεων, αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων για την ανάπτυξη το 2017) είναι ισχυρά επιχειρήματα στα χέρια του ΔΝΤ…

Το καλό σενάριο θέλει τη συμμετοχή στελέχους του ΔΝΤ στις σχετικές συζητήσεις να οφείλεται στην ανάγκη έγκαιρης ενημέρωσης του ταμείου για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία ώστε να κερδηθεί χρόνος στη διαδικασία των δικών του τελικών εκτιμήσεων και αποφάσεων. Το κακό σενάριο όμως λέει ότι με τη συμμετοχή του στελέχους του το Ταμείο εγγράφει υποθήκες για αμφισβήτηση των στοιχείων – και η προαναφερθείσα δήλωση του κ. Θανόπουλου για «θεματάκια» εμπιστευτικότητας ενισχύει μια τέτοια ερμηνεία…

Για τα στοιχεία περί πιέσεων εντός του Κογκρέσου και της αμερικανικής κυβέρνησης προς τον πρόεδρο Τραμπ ώστε να «μπλοκάρει» τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, έχουμε ήδη γράψει. Υπάρχει όμως και ένα «μεταβατικό σενάριο»: συμμετοχή του ΔΝΤ με μικρή χρηματοδότηση, για ένα «κοντό» πρόγραμμα μέχρι τα τέλη του 2019, με στόχο να «κλειδώσει» την επιστροφή των δικών του χρημάτων μεταθέτοντας απλώς το χρονικό σημείο της απεμπλοκής του…

Τέλος, το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις επανέφερε το ζήτημα των ευρύτερων πολιτικών δεσμεύσεων και από την αντιπολίτευση σε ένα νέο πρόγραμμα, είναι ενδεικτικό του κλίματος «υψηλών απαιτήσεων» που επικρατεί στους κόλπους του Ταμείου.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε

Κάποιοι συνδέουν αυτό το τελευταίο σενάριο με τους σχεδιασμούς του κ. Σόιμπλε για υποβάθμιση της Ελλάδας στη β’ ευρωπαϊκή «ταχύτητα. Δεν πρέπει πάντως να θεωρείται τυχαίο ότι ο κ. Σόιμπλε ξαναμίλησε το τελευταίο διήμερο για να πει δύο πράγματα ταυτοχρόνως: Πρώτο, να ταχθεί με την ιδέα της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων» και δεύτερο ότι η Ελλάδα μόνο με ανταγωνιστική οικονομία θα παραμείνει στην Ευρωζώνη – ο συνδυασμός των δηλώσεων στέλνει σαφές μήνυμα…

Επίσης, η δήλωση του κ. Σόιμπλε ότι έχει χαθεί χρόνος στη διαπραγμάτευση αλλά υπάρχουν ακόμη χρονικά περιθώρια μέχρι και τον Ιούλιο που λήγουν μεγάλου ύψους ελληνικά ομόλογα, δείχνει ότι πρόκειται να ενισχύσει απόλυτα όλες τις απαιτήσεις του ΔΝΤ.

Η ελληνική κυβέρνηση

Το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες η ελληνική κυβέρνηση έχει αναγάγει σε μείζον ζήτημα της διαπραγμάτευσης το θέμα των εργασιακών σχέσεων είναι ελάχιστα πειστικό: μπορεί δηλαδή να υπογράψει δραματική μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων κ.λπ. αλλά «κολλάει» στις εργασιακές σχέσεις;;;

Εδώ, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Είτε οι «κόκκινες γραμμές» μεταπηδούν από το ένα ζήτημα στο άλλο επειδή η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να τραβήξει τη διαπραγμάτευση στο όριο είτε κατασκευάζεται μια «κόκκινη γραμμή» στα εργασιακά, επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση θα καταγράψει κάποια «επιτυχία»…

Είτε υπάρχει σχέδιο να τραβηχτεί η διαπραγμάτευση στο όριο είτε κατασκευάζεται το άλλοθι για την υπογραφή όλων των απαιτήσεων του ΔΝΤ – με αντικείμενα του σχετικού «μασάζ» όχι τόσο τους ψηφοφόρους όσο τις διάφορες κομματικές και κυβερνητικές φράξιες…

Όμως, όπως για όλους τους άλλους παράγοντες, έτσι και για την κυβέρνηση, η κλεψύδρα του χρόνου στερεύει. Δεν πρόκειται μόνο για το όριο του Ιουλίου με τις λήξεις των ελληνικών ομολόγων, αλλά και η συρροή αρνητικών οικονομικών στοιχείων που δεν επιτρέπουν εύκολες σκέψεις για παράταση της εκκρεμότητας μέχρι και τις γερμανικές εκλογές – με την ελπίδα ότι θα εκλεγεί ο κ. Σουλτς.

Τι θα συμβεί όμως αν το αδιέξοδο τροφοδοτηθεί από μια «πρόωρη» απόφαση του ΔΝΤ να μη συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα για λόγους άσχετους ακόμη και με την προθυμία της ελληνική κυβέρνησης να υπογράψει τα πάντα; Σε αντίθεση με κυβερνητικές αυταπάτες, τότε ο κραδασμός θα είναι ισχυρός, η δε κυβέρνηση θα δοκιμάσει τουλάχιστον την ίδια «σκληρότητα» απαιτήσεων, πλέον από την ευρωπαϊκή τρόικα.

Διότι πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα ανομολόγητο μυστικό: ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η ευρωπαϊκή τρόικα εκτιμούν πως η Ελλάδα δεν θα αντέξει να βγει στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018, χωρίς να υποστεί απ’ αυτές (τις αγορές) μια επικίνδυνη για όλη την Ευρωζώνη «κακομεταχείριση»…

Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία για την οποία πρέπει να μιλήσουμε μια άλλη φορά.