Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ & ΚΡΑΤΟΥΣ
Η πρόταση του Τσίπρα, στην αναθεώρηση του Συντάγματος, για τον «διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος» –ασχέτως εάν υιοθετηθεί κ με ποια διατύπωση από την επόμενη Βουλή– θα δημιουργήσει ένταση μεταξύ δύο κορυφαίων θεσμών της ελληνικής πολιτείας. Αυτά λίγο πολύ θα επαναληφθούν εκ νέου, με τη διαφορά ότι η νέα ελληνική ελίτ –κοινωνική, οικονομική κ πολιτική– σήμερα εμφορείται από αγνωστικιστική και όχι χριστιανική αντίληψη. Ομως κανείς δεν μπορεί νααμφισβητήσει πως η ενότητα των ελληνικών πληθυσμών, που εντάχθηκαν στο ανεξάρτητο κράτος από την Επανάσταση ως τη Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται στην Εκκλησία. Καθώς επίσης ότι η εξοικείωση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων με την κοινή ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε επί αιώνες χάρις στον ταπεινό ιερέα που διάβαζε το Ευαγγέλιο –χωρίς να το καταλαβαίνει πλήρως– και στο απαίδευτο εκκλησίασμα που γνώριζε από στήθους τα τροπάρια και τους εκκλησιαστικούς ύμνους, ασχέτως εάν κατανοούσε το περιεχόμενό τους. Αυτή πέρα από τα μεταφυσικά και Θεολογικά πιστεύω ήταν η μεγαλειώδης προσφορά της Εκκλησίας και είναι άξια σεβασμού. Επί πλέον συνιστά πλέον την πολιτισμική κιβωτό του Ελληνικού λαού και αυτό πρέπει να μείνει σεβαστό από τους αναρριχόμενους κάθε φορά πολιτικούς.Το Πατριαρχείο συμφιλιώθηκε με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου, το 1833 και απέδωσαν οι υποστηρικτές του Φαναρίου. Μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά οι εγγεγραμμένοι στους ενοριακούς καταλόγους κάθε ενορίας εξέλεγαν με ψηφοφορία τους επιτρόπους (που σήμερα είναι γνωστοί ως «εκκλησιαστικοί σύμβουλοι») και τον εφημέριο της ενορίας τους, που μετά χειροτονούσε ο τοπικός επίσκοπος. Με την Πολιτειακή μεταβολή της 4ης Αυγούστουτο 1936 οι εξουσίες αυτές περιήλθαν στα χέρια του κατά τόπους μητροπολίτη, που διορίζει τον εφημέριο της κάθε ενορίας και με πρότασή του εφημέριου, τέσσερεις εκκλησιαστικούς συμβούλους που τον βοηθούν στο έργο του. Το σύστημα αυτό ισχύει ως σήμερα. Μία προσπάθεια επαναφοράς του ρόλου του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον ξεχωριστό σε εμπνεύσεις και γνώσεις Αντώνη Τρίτση οδηγήθηκε σε αποτυχία. Επανερχόμενοι στα αρχικά στάδια της Εκκλησίας στην Ελλάδα στις 25 Ιουλίου 1833 επικυρώθηκε από το βασιλιά Όθωνα το βασιλικό διάταγμα με τον τίτλο «Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» και διορίστηκε η πρώτη πενταμελής Διαρκής Σύνοδος Ιεραρχών. Η «Διακήρυξις» αυτή αποτέλεσε στην πράξη και τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, με βάση τις διατάξεις του οποίου αυτή διοικήθηκε ουσιαστικά από την Πολιτεία μέχρι το 1852. Η αυθαίρετη και μονομερής ενέργεια της Πολιτείας να προχωρήσει στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εξόργισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο που διέκοψε την κανονική κοινωνία με την Ελλαδική εκκλησία, χωρίς όμως και να την κηρύξει σχισματική. Για κάποιους η αυτοκεφαλία ήταν αναγκαία για την Εκκλησία τη Ελλάδος, προκειμένου να απαλλαγεί διοικητικά από το ευρισκόμενο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ενδεχομένως ελεγχόμενο από αυτήν Οικουμενικό Πατριαρχείο, για κάποιους άλλους όμως ήταν τέχνασμα του Μάουρερ για να την θέσει υπό τον έλεγχό του και η απαρχή της «κρατικοποίησής» της. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1844 η Εθνοσυνέλευση επικύρωσε τον Καταστατικό Χάρτη με ελάχιστες αλλαγές. Στα 1850 οι ιεράρχες της ελλαδικής εκκλησίας απευθύνουν επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την ανακήρυξη αυτοκεφαλίας. Έτσι στις 29 Ιουνίου 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο (απόφαση) ανακήρυξης, μην αναγνωρίζοντας το διάστημα των ετών 1833-1850 ως κανονικό χρόνο αυτοκέφαλης διοίκησης.Την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 ακολούθησε και εκκλησιαστική ένωση σύμφωνα με τον Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ίδιο συνέβη με τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου όταν απελευθερώθηκαν στα 1882.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο εκκλησιαστικές διοικήσεις. Μία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και μία των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές με κύριο μοχλό διοίκησης τη Σύνοδο Ιεραρχών υπό τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο Αλεξιάδη. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με την έκδοση, στα 1927, νόμου της ελληνικής πολιτείας, καθώς και δύο Πράξεων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος το 1928, με τις οποίες παραχωρήθηκαν «επιτροπικώς» οι Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος, πνευματικά όμως παρέμειναν υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών θα μνημόνευαν τον Πατριάρχη ως προκαθήμενο της Εκκλησίας κατά τη θεία λειτουργία και, ενώ θα εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος, ο Πατριάρχης θα είχε λόγο στην εκλογή τους, διατηρώντας το δικαίωμα να διαγράφει υποψηφίους από το σχετικό κατάλογο. Το καθεστώς αυτό προκάλεσε κατ’ επανάληψη προστριβές μεταξύ των δύο εκκλησιών, κατά τις οποίες το Πατριαρχείο κατηγορούσε την Εκκλησία της Ελλάδος για αθέτηση των υποχρεώσεών της και αγνωμοσύνη προς τη «Μητέρα Εκκλησία», ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος κατηγορούσε τον Οικουμενικό Θρόνο για ανάμιξη στα εσωτερικά της και προσπάθεια επιβολής εμπίστων του στις Μητροπόλεις.Η μεγαλύτερη ως τώρα κρίση ξέσπασε την άνοιξη του 2004, με αφορμή την εκλογή των νέων Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Σερβίων & Κοζάνης και Ελευθερουπόλεως. Κατά τη διαδικασία της εκλογής, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ακολουθώντας τη διαμορφωθείσα από τους προκατόχους του τακτική, δεν απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κατάλογο των εκλογίμων, όπως προβλεπόταν από την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Το Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα, Ενδημούσα Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Τελικά, μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων, Ενδημούσα Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας μην επιβαρύνουν την Εκκλησία και το Εκκλησίασμα εμμονές εξουσιαστικής βουλιμίας κάποιων κύκλων θρησκευτικών ή και Πολιτειακών. Δεν θα είναι προς το συμφέρον της ενότητος της Ορθοδοξίας ή ό,τι απέμεινε από αυτή. Η ταπεινή μου άποψη είναι να μην εμπλακούμε σε εξουσιαστικές έριδες για το καλό και της Εκκλησίας και του κλήρου !…
Μάκης Τουμάσης
πρώην διευθυντής ΓΤΕ Ελληνικής Πρεσβείας Σκοπίων