29.01.2021 19:14

Της Ειρήνης Στεργίου*

Γνώμη

Πριν προχωρήσω στο κείμενο να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα: η πανδημία είναι εδώ και είναι αληθινή. Τη μάσκα τη φοράμε όχι για να μη φάμε πρόστιμο, αλλά για να προστατέψουμε εμάς και τους γύρω μας. Η οικονομία και η εκπαίδευση μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά, αρκεί να τηρούμε όλοι τα μέτρα ασφαλείας. Η αστυνομία είναι απαραίτητη, αλλά όχι για τα πάντα και χωρίς κανένα όριο.

«Είναι για το καλό σου/σας». Πόσες φορές έχετε ακούσει άραγε αυτή τη φράση; Ακόμα από τα παιδικά χρόνια όλων μας αυτή η φράση έχει την τιμητική της, κυρίως όταν οι γονείς μας θέλουν να μας πείσουν να κάνουμε κάτι που εμείς δεν θέλουμε. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, εδώ και ένα χρόνο περίπου στην Ελλάδα. Όχι ότι στον υπόλοιπο πλανήτη πάνε όλα ρολόι, αλλά σε αυτό το κείμενο με την Ελλάδα επέλεξα να ασχοληθώ.

Η υγεία είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα στο άρθρο 21 παράγραφος 3 και θεωρείται ένα δικαίωμα απαραβίαστο για τον οποιονδήποτε λόγο. Συνεπώς το κράτος μας είναι υποχρεωμένο από το Σύνταγμα να την προστατέψει με κάθε τρόπο. Κάπου εδώ, όμως, εγώ –ως κλασικό ανήσυχο πνεύμα – αναρωτιέμαι: Αποσκοπούν όντως όλα αυτά τα μέτρα στην διασφάλιση της δημόσιας υγείας; Είναι πραγματικά τόσο αναγκαία; Μήπως κάπου η κυβέρνηση το έχει παρακάνει;

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Στις 14 Μαρτίου 2020 έκλεισε η εστίαση και λίγο αργότερα ανακοινώθηκε και επίσημα το πρώτο lockdown. Εκείνη την περίοδο έγινε και η γνωριμία μας με το 13033: έξι διαφορετικοί κωδικοί για τα έξι διαφορετικά πράγματα που μας επιτρεπόταν να κάνουμε. Κάθε παράβαση ισούται με 150 ευρώ πρόστιμο. Προσωπικά, θυμάμαι τον εαυτό μου τότε να σκέφτεται «οκ μια δύσκολη περίοδος είναι, θα περάσει και σιγά-σιγά θα επανέλθει η κανονικότητα». Όντως για ένα τρίμηνο περίπου μετά την πρώτη καραντίνα επικρατούσε μια κάποια κανονικότητα.

Όταν, όμως η τουριστική περίοδος έφτανε προς το τέλος της – εδώ να θυμίσω ότι ο κος. Μητσοτάκης με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης διαφήμιζε το «ελληνικό καλοκαίρι» και το πόσο ασφαλής προορισμός είναι η Ελλάδα- τα κρούσματα πήραν την ανηφόρα και όπως ήταν λογικό έπρεπε να ληφθούν κάποια μέτρα, ώστε να μην γίνει και δεύτερο lockdown.

Κάπου εδώ, λοιπόν, αρχίζει το «πάρτι» μιας λογικής του παραλόγου. Πρώτο μέτρο: η εστίαση «κατεβάζει ρολά» τα μεσάνυχτα. Αυτό το μέτρο υποτίθεται ότι λήφθηκε για να μην λειτουργούν τα μπουζούκια και τα κλαμπ. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά συνέχισαν να λειτουργούν κανονικά μέχρι τα μεσάνυχτα, μιας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να τα εμποδίσει. Επίσης, ως εργαζόμενη στην εστίαση, μπορώ να σας πω ότι είναι πολύ δύσκολο και αγχωτικό να αναγκάζεσαι, στην ουσία, να διώχνεις τον κόσμο και να κλείσεις ένα μαγαζί μέχρι τα μεσάνυχτα. Το πρόστιμο για αυτήν την παράβαση είναι το – διόλου ευκαταφρόνητο – ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ.

Εν συνεχεία – και ενώ τα κρούσματα συνεχίζουν να αυξάνονται – ανακοινώνεται η πρώτη καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 12.30 το βράδυ, ενώ ειδικά για τις «κόκκινες περιοχές» η εστίαση έκλεισε στις 30/10/20 και η απαγόρευση κυκλοφορίας ίσχυε από τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί. Αργότερα, βέβαια, τα μέτρα αυτά επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη χώρα.

Πρώτο φάουλ της κυβέρνησης: τα σχολεία παρέμειναν ανοιχτά. Όλοι γνωρίζουμε – φαντάζομαι – ότι τα μικρά κυρίως παιδιά είναι οι πιο «ύπουλοι» φορείς μετάδοσης του υιού και αυτό γιατί συνήθως δεν έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Αυτό οι λοιμωξιολόγοι το έχουν τονίσει ουκ ολίγες φορές. Γιατί, λοιπόν, δεν έκλεισαν πρώτα και καλύτερα τα σχολεία; Σε αυτό το ερώτημα δεν έχω δυστυχώς να δώσω κάποια απάντηση. Ας το θεωρήσουμε ρητορικό.

Το λιανεμπόριο παρέμεινε ανοιχτό για μια εβδομάδα ακόμη περίπου, τα κομμωτήρια είχαν 2-3 ημέρες ακόμα, ενώ τα σχολεία έκλεισαν και αυτά, καθώς σχεδόν σε όλα υπήρχαν κρούσματα. Μετά επήλθε το αναπόφευκτο – αλλά και αναμενόμενο – καθολικό lockdown σε όλη τη χώρα, και μαζί με αυτό ήρθε ένα νέο μέτρο να τα ισοπεδώσει κυριολεκτικά όλα: η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21.00 μέχρι τις 05.00. Το 13033 «μας χτύπησε ξανά την πόρτα» ενώ το πρόστιμο τώρα διπλασιάζεται στα 300 ευρώ.

Πρώτον, ιστορικά, η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας είχε επιβληθεί στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και προσωπικά μου θυμίζει έντονα μέτρο χούντας. Παράλληλα το μέτρο αυτό είναι παντελώς άχρηστο. Ο υιός δηλαδή είναι επικίνδυνος μόνο μετά τις 9 το βράδυ(ή μετά τις 12.30 το βράδυ μέχρι πρότινος); Τι υιός είναι αυτός ρε παιδιά;

Δεύτερον, μία άλλη πολύ μεγάλη ιστορία είναι τα πρόστιμα. Οι αστυνομικοί τα μοιράζουν πολλές φορές χωρίς λόγο και αιτία και πριν πείτε ότι υπερβάλλω ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, θα σας παραθέσω ένα γεγονός/παράδειγμα: Η μητέρα μου εργάζεται στο λιανεμπόριο και είναι σε αναστολή εργασίας από το Νοέμβριο, τον Ιανουάριο, όμως, γίνεται πάντα απογραφή. Έτσι γι’ αυτό το λόγο χρειάστηκε να βγει έξω, ενώ υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και όπως ήταν αναμενόμενο τη σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο. Για καλή μας τύχη ο αστυνομικός δεν έδωσε πρόστιμο – είχε βεβαίωση εργοδότη – αλλά είπε το εξής «Εγώ δεν θα σε γράψω γιατί ξέρω που δουλεύεις αλλά στον γυρισμό μπορεί να μη σταθείς και τόσο τυχερή, έχουμε εντολή να γράφουμε όσους περισσότερους γίνεται».  Η γειτόνισσα μου πάλι δεν στάθηκε και τόσο τυχερή αφού την έγραψαν, γιατί τόλμησε να πάει στην κούριερ να παραλάβει ένα δέμα. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω.

Και για να μην παρεξηγηθώ: το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη του προστίμου, αλλά η κατάχρησή του από το αστυνομικό σώμα. Βλέπουμε αστυνομικούς και αντί να αισθανόμαστε ασφαλείς φοβόμαστε λες και είμαστε έμποροι ναρκωτικών.

Τον Δεκέμβριο επιτράπηκε ξανά η λειτουργία των κομμωτηρίων, των κέντρων αισθητικής και του λιανεμπορίου, το οποίο λειτούργησε με τη μέθοδο click away. Διευκρινίστηκε μάλιστα ότι ο πελάτης έπρεπε υποχρεωτικά να πληρώσει με κάρτα «για να μην υπάρχει επαφή», λες και η σακούλα με τα ψώνια κατεβαίνει από κάπου με γάντζο ή αν γίνει πληρωμή με μετρητά πελάτες και υπάλληλοι φιλιούνται και αγκαλιάζονται.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά και ενώ η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας παραμένει, αποφασίστηκε να κλείσουν ξανά όλα και να πάμε πάλι σε «σκληρό» lockdown για μία εβδομάδα. Γιατί όμως; Μα φυσικά για να ανοίξουν τα σχολεία.

«Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα λειτουργήσει οπωσδήποτε», αυτό έλεγαν και ξαναέλεγαν παρά τις σφοδρές αντιθέσεις των γιατρών και των λοιμοξιολόγων. Το γιατί, όπως είπα και πιο πάνω, παραμένει άγνωστο για μένα. Προφανώς για την κυβέρνηση είναι πολύ σημαντικότερο από μια πιθανή σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας. Μια εβδομάδα βέβαια μετά το άνοιγμα των σχολείων άνοιξε επιτέλους και το λιανεμπόριο –χωρίς click away αυτή τη φορά.

Πάμε όμως στο επόμενο μέτρο παράνοιας, αν θέλετε τη γνώμη μου. Το sms παραμένει και ο καταναλωτής έχει δύο ώρες στη διάθεση του για να κάνει τα ψώνια του. Ειλικρινά αναρωτιέμαι: Ποιος το σκέφτηκε αυτό; Σε επαρχιακή πόλη μένω και θέλω τουλάχιστον 20 λεπτά για να πάω στο εμπορικό κέντρο, ενώ όσοι είναι πχ. Στην Αθήνα μπορεί να θέλουν και όλο το δίωρο που δίνει το sms μόνο και μόνο για να πάνε στο κέντρο.

Διάβασα επίσης ότι βρίσκεται υπό συζήτηση ένα νέο σύστημα, ώστε να μπει χρονόμετρο στα κινητά και να μην στέλνει ο κόσμος μήνυμα 2 και 3 φορές. Εδώ έχω να πω τρία πράγματα: πρώτον τα διπλά και τριπλά μηνύματα υπάρχουν, γιατί πολύ απλά το δίωρο δεν φτάνει «ούτε για ζήτω». Δεύτερον, είναι προτιμότερο να βγει κάποιος να κάνει όλα τα ψώνια του μαζεμένα παρά να είναι κάθε μέρα έξω. Τρίτον, εγώ το χρονόμετρο το λέω πολύ απλά παραβίαση των προσωπικών μου δεδομένων.

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά υπάρχουν δύο φλέγοντα ζητήματα που από ότι φαίνεται μόνο φλέγοντα δεν είναι για κάποιους: τα πανεπιστήμια και η εστίαση. Αυτά τα δύο μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται να τα ανοίξει και τα έχουν αφήσει κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού. Πέρα από αυτό όμως συνδέονται και άμεσα, αφού πολύ φοιτητές είναι ταυτόχρονα και εργαζόμενοι στην εστίαση.

Τα πανεπιστήμια είναι κλειστά εδώ και ένα χρόνο, περίπου, έτσι χωρίς κανένα σοβαρό λόγο και μάλλον θέλουν να μας κάνουν έκπληξη όταν και αν επιστρέψουμε με το νέο νομοσχέδιο Κεραμέως, το οποίο περιλαμβάνει διαγραφές φοιτητών, συγχώνευση και κλείσιμο παρόμοιων τμημάτων αλλά και αστυνομία για «all day all night face control». Οι φοιτητές καλοί μου άνθρωποι δεν είναι εγκληματίες, τώρα για τα πέντε αναρχικά στοιχεία σε σχολές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη – που είναι σαν τους γνωστούς άγνωστους στα Εξάρχεια – ο νόμος Διαμαντοπούλου δικαιοδοτεί τον Πρύτανη να καλέσει την αστυνομία. Για την αστυνομία στα πανεπιστήμια ειδικά ο κος. Συρίγος δήλωσε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που θεσπίζεται κάτι τέτοιο και ότι υπήρχε και το 1969. Να θυμίσω εδώ ότι το 1969 η Ελλάδα βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς. Τα συμπεράσματα δικά σας…

Η εστίαση τώρα είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Παραμένει κλειστή από τις 03/11/2020 και εργοδότες και εργαζόμενοι δεν ξέρουν καν τι τους ξημερώνει. Προτάθηκε μάλιστα να ανοίξει τον Φεβρουάριο αλλά μόνο σε εξωτερικούς χώρους. Εγώ εδώ θα προκαλέσω όποιον το σκέφτηκε αυτό να βγει να πιει καφέ και να φάει στους -5 βαθμούς ή αν θέλει κιόλας να εργαστεί ως σερβιτόρος σε αυτές τις θερμοκρασίες. Τολμάει άραγε κανείς από την κυβέρνηση να το κάνει;

Μετά από αυτό το σύντομο χρονικό είναι πια σαφές ότι όχι δεν αποσκοπούν όλα αυτά τα μέτρα στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Αν αυτό ήταν το ζητούμενο τα μέτρα θα ξεκινούσαν από την ενίσχυση του ΕΣΥ και όχι από τον περιορισμό της ελευθερίας των πολιτών. Γιατί περί αυτού πρόκειται.

Αστυνομία και καταστολή παντού, κλειστά πανεπιστήμια, αδιαφορία για την οικονομία, απαγόρευση συναθροίσεων και χρονικός περιορισμός στις μετακινήσεις. Πριν λίγο, μάλιστα, διάβασα ότι σκέφτονται και την απαγόρευση κυκλοφορίας στην Αττική από τις 18.00. Αν αυτό δεν είναι περιορισμός της ελευθερίας, τότε δεν ξέρω τι είναι. Η Ελλάδα και η ελευθερία βιάζονται κατ’ εξακολούθηση και κανείς δεν το καταγγέλλει. Μήπως, όμως, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε ανοιχτά και γι’ αυτό;

*Η Ειρήνη Στεργίου είναι φοιτήτρια του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΔΠΘ