ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925 – 2005):
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ 20 ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, 13
Του Θανάση Μουσόπουλου
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, Β
Θά ʼρθει μια μέρα…
Θά ʽρθει μια μέρα που δε θα ʽχουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σʼ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σʼ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απʼ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη·
είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
—Ξεχνώ πάνω σε τί— κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ʼρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του.
……………………………………………………
Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή
Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ʼπρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.
Μια ημερομηνία πριν από χρόνια
Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είνʼ ατέλειωτη
Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.
Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια
Δεμένα μʼ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια
Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απʼ το λιμάνι
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια
Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας
Μετρώντας ένα ένα τα κύματα και τʼ άστρα
Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.
Άγονες μνήμες.
Τί σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα
Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασαν
Τυλιγμένα απʼ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών
Τί θυμούνται τʼ αναμμένα τροπικά δειλινά
Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό
Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα
Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας
Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή
Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει
Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.
Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια
Δεμένη πίσω απʼ ένα καράβι που δε θα γυρίσει
Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).
Θα συνεχίσουμε την περιδιάβασή μας στο ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025