Όταν στα Κιμέρια που ζουν μία χούφτα άνθρωποι, υπάρχουν εγκληματίες που περιμένουν στην γωνιά και όταν κλείνει το μπακάλικο, κρατούν πιστόλι και φορούν κουκούλα απειλώντας τον υπάλληλο που μόλις έκλεισε, για να τον ληστέψουν, σίγουρα κάτι δεν γίνεται καλά στον τόπο μας.
Ένας τόπος μια σταλιά, ένας τόπος που μεγαλώνουν οι πολίτες από παιδιά παίζοντας στα ίδια σοκάκια, τις ίδιες πλατείες και πηγαίνοντας στο ίδιο σχολείο.
Για να πάρει το όπλο στο χέρι ο ληστής, και να πάει σε ένα χωριό για να ληστέψει το μπακάλικο, σίγουρα γνωρίζει ότι κανένας από τους γείτονες και να δει κάποιον που ετοιμάζεται να κάνει κακό, δεν θα ειδοποιήσει την αστυνομία.
Και η αστυνομία τι να πρωτοκάνει; Τρεις και ο κούκος έμειναν και το έγκλημα από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, θεριεύει και γιγαντώνεται κάθε μέρα.
Άρα ο επίδοξος ληστής, γιατί σύμφωνα με την αστυνομία τράπηκε σε φυγή και δεν «τελείωσε» το έργο του, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Το θέμα είναι η ελλιπέστατη αστυνόμευση και φυσικά η κοινωνία που βαδίζει σε έναν μοναχικό και αδιάφορο δρόμο, κλειδωμένη στον μικρόκοσμό της.