Η κυβέρνηση μισεί τον Ελληνισμό, διότι η ύπαρξή του αποτελεί αντιπαράδειγμα για την ίδια τη δομή της ιδεολογίας της. Κρύβεται πίσω από τις ιδεοληψίες της διότι φοβάται τη θεμελιακή έννοια του ήρωα. Η κυβέρνηση πιστεύει μόνο στο κόμμα σε βαθμό που είναι να αναρωτηθείς πώς ένας χριστιανός μπορεί να ψηφίσει αυτό το κόμμα που λειτουργεί τόσο αντιχριστιανικά, ενώ δηλώνει και αυτοαποκαλείται ουδέτερο. Στην πραγματικότητα έχει την ουδετερότητα της Σοβιετικής Ένωσης και με αυτήν την έννοια θέλει να λειτουργεί αποκλειστικά επειδή όλοι οι άλλοι είναι οι εχθροί. Γι’ αυτό τον λόγο η κυβέρνηση έχει το σταλινικό σύνδρομο. Έτσι ο Ελληνισμός είναι θανάσιμος εχθρός γι’ αυτή και οτιδήποτε μπορεί να κάνει εναντίον του της αρέσει. Αν η κυβέρνηση ασχολήθηκε με το Σκοπιανό δεν είναι βέβαια για να βοηθήσει τους Σκοπιανούς που έδειξαν την γνώμη τους με το δημοψήφισμα, αλλά για να χτυπήσει τον Ελληνισμό λειτουργώντας με σκοπιανούς συντρόφους. Όλοι αυτοί θεωρούν ότι κατέχουν την μόνη νοημοσύνη που υπάρχει και γι’ αυτό παίρνουν όλες τις αποφάσεις για τον ελληνικό λαό δίχως να αναζητούν καν τη γνώμη του. Επειδή η κυβέρνηση είναι εκ φύσης αντιδημοκρατική δεν αντέχει τις πιέσεις της νοημοσύνης του Ελληνισμού και κάνει ότι μπορεί για να αποφύγει τα χτυπήματά του, διότι κατά βάση είναι δειλή και φοβάται ακόμα και τη σκιά του. Αυτό φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και σε αυτήν την προεκλογική περίοδο. Η κυβέρνηση βλέπει την προγραμματισμένη ήττα της και κάνει τα πάντα για να σωθεί το κόμμα, αφού αδιαφορεί για την πατρίδα μας. Όλες οι κινήσεις της επικεντρώνονται πάνω σε ένα μοναδικό θέμα: πώς θα συνεχίζει να λειτουργεί το κόμμα μετά την ήττα της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, η κυβέρνηση παλεύει ενάντια στον Ελληνισμό, αλλά πιέζεται από το κόμμα. Όμως δεν έχει τη νοημοσύνη του Ελληνισμού και δεν τα βγάζει πέρα ούτε με μουσαμάδες. Με ένα ανύπαρκτο έργο η κυβέρνηση δυσκολεύεται, διότι ως κόμμα ήξερε να λειτουργεί μόνο και μόνο ως αντιπολίτευση όπου όλα είναι πιο εύκολα. Τώρα όμως που τελειώνουν οι δυνάμεις της κυβέρνησης προσπαθεί ακόμα να χρησιμοποιήσει τις τελευταίες για να σώσει το κόμμα. Μάταια όμως, διότι ο Ελληνισμός λόγω της υψηλής νοημοσύνης του θα είναι εδώ ακόμα και μετά.

Το Προσύμφωνο προκαλεί επιπλοκές στην κατάσταση της κυβέρνησης

Ν. Λυγερός

Στην αρχή η κυβέρνηση θεωρούσε ότι πιέζοντας λίγο θα έπειθε τον ελληνικό λαό για τα θετικά στοιχεία του Προσυμφώνου των Πρεσπών, αλλά τελικά ποτέ δεν μπόρεσε να περάσει σε αυτό το στάδιο, γιατί πάντα υπήρχε ένα άρθρο του που αποδείκνυε πόσο αρνητικό ήταν το όλο πλαίσιο και τώρα φτάσαμε στο σημείο να προβληματίζει τους επιχειρηματίες και όχι μόνο αυτούς που έχουν εθνικές ευαισθησίες. Διότι τα προβλήματα πληθαίνουν και δείχνουν ότι δεν σώζεται με τίποτα η κατάσταση. Η επίπτωση είναι η πτώση της κυβέρνησης στις δημοσκοπήσεις και η τεράστια δυσκολία να έχει υποψηφίους στις επερχόμενες πολλαπλές εκλογές. Κανένας από την κυβέρνηση δεν μπορεί να σταματήσει το σαρωτικό κύμα που έρχεται μέσω αυτών των εκλογικών αναμετρήσεων και προσπαθεί ο καθένας να σώσει τουλάχιστον τον εαυτό του σε αυτήν την πολιτική καταστροφή. Πληθαίνουν οι κριτικές κατά του Προσυμφώνου, αλλά και κατ’ επέκταση κατά της κυβέρνησης. Η χρήση του μακεδονικού επιθετικού προσδιορισμού που έχει τόσες πολλές εφαρμογές σε τόσους διαφορετικούς τομείς έχει αφοπλίσει ακόμα και τα κομματόσκυλα της κυβέρνησης που δεν έχουν άλλα επιχειρήματα για να σώσουν το κόμμα τους από την πολιτική ήττα. Έτσι το θέμα της ακύρωσης του Προσυμφώνου είναι όλο και περισσότερο της επικαιρότητας. Μάλιστα υπάρχουν μερικοί υποστηριχτές του Προσυμφώνου που θέλουν πια να το παγώσουν για να τους μείνει έστω και μία μικρή πιθανότητα να μην χάσουν παταγωδώς τις εκλογές. Το Προσύμφωνο των Πρεσπών ενώ παρουσιάστηκε μέσω των υπουργών του ως διπλωματική επιτυχία, αποδεικνύεται τελικά ότι λειτουργεί ως εργαλείο κομματικής καταστροφής και κυβερνητικής ήττας.