Ελληνική οικονομία: Απ’ έξω «κούκλα! Από μέσα;
Όσο δεν επιχειρείται ένα αναπτυξιακό «σοκ» και δεν αλλάζει το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο, η οικονομική ευρωστία της χώρας δεν είναι βιώσιμη
Εάν ένας πολίτης λάμβανε υπόψη τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών στελεχών και, ταυτόχρονα, ενημερωνόταν αποκλειστικά από τα συστημικά ΜΜΕ και κάθε λογής… «Ομάδα Αλήθειας», πιθανότατα θα αποκτούσε την πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία είναι μία «κούκλα». Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι τι δείχνει η «βιτρίνα», αλλά τι συμβαίνει στα… ενδότερα του «καταστήματος».
Του Σίμου Κωνσταντινίδη
Από τη μείωση της ανεργίας και το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, μέχρι την πρόωρη αποπληρωμή ενός κομματιού του (μη βιώσιμου) χρέους μας και την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από σημαντικούς οίκους αξιολόγησης, η κατάσταση για την ελληνική οικονομία μοιάζει πράγματι ιδανική. «Η ελληνική οικονομία είναι σε μια καλή αφετηρία: με ανάπτυξη υπερδιπλάσια της ευρωπαϊκής, με πλεονάσματα και ραγδαία αποκλιμάκωση του χρέους», δήλωσε χαρακτηριστικά τη Δευτέρα (26/5) ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης.
Βεβαίως, τίποτα από αυτά δεν είναι ψέμα. Η ελληνική οικονομία όντως κινείται με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υψηλά, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ βαίνει διαρκώς μειούμενος και, με την πρώτη ματιά τουλάχιστον, η χώρα δείχνει να είναι σε τροχιά ανάπτυξης.
Το «ελατήριο» που στρεβλώνει την εικόνα
Έστω κι έτσι, πάντως, η κυβερνητική κομπορρημοσύνη για τη θετική πορεία της οικονομίας μας κρίνεται μάλλον υπερβολική –για να μην πούμε επίπλαστη–, καθώς «ξεχνά» δύο βαρυσήμαντους παράγοντες.
Αφενός, όπως συνηθίζουν να επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, η παρατηρούμενη οικονομική αναπροσαρμογή είναι κυρίως αποτέλεσμα του λεγόμενου «ελατηρίου», καθώς λόγω των μνημονιακών πολιτικών και της παρατεταμένης λιτότητας, η χώρα είχε αγγίξει τον «πάτο», με αποτέλεσμα, έπειτα από τη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο από την αυστηρή μνημονιακή επιτήρηση, η ταχεία «εκτόξευση» από τον «πάτο» να είναι (σχεδόν) νομοτελειακή. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε σύγκριση οποιουδήποτε οικονομικού μεγέθους ή αριθμού, σε σχέση με την περασμένη 15ετία είναι από άτοπη μέχρι παράλογη.
Εάν, δε, επιχειρηθεί η σύγκριση να πραγματοποιηθεί σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν το 2010, τότε τα «μαντάτα» δεν θα είναι και τόσο ευχάριστα για το οικονομικό επιτελείο. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να αναφερθεί ότι το εθνικό εισόδημά μας είναι αντίστοιχο με εκείνο του 2009, έχοντας όμως περίπου 40%(!) χαμηλότερη αγοραστική αξία.
Κατά δεύτερον, θα πρέπει να σταθούμε και στην «πηγή» των πλεονασμάτων και τα αίτια των βελτιωμένων οικονομικών μεγεθών. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα εκτιμά ότι εκείνα προέρχονται από την πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία αν και όντως έχει αποφέρει ορισμένους πολύτιμους πόρους στα ταμεία, αφορά μόνο ένα μικρό κομμάτι των χαμηλών εισοδημάτων, η πραγματικότητα το διαψεύδει.
Για να ακριβολογούμε, το σημαντικότερο μέρος των αυξημένων κρατικών εσόδων είναι απότοκο του πληθωρισμού, που «λεηλατεί» τα εισοδήματα των πολιτών, της υπερφορολόγησης των μικρομεσαίων και των μεσαίων, των υπερβολικά υψηλών έμμεσων φόρων και, βεβαίως, των κερδών που καταφέρνουν να «γράφουν» στους ισολογισμούς τους τα «βαριά» αλλά λίγα σε αριθμό ονόματα του ελληνικού επιχειρείν, συμπαρασύροντας σε άνοδο τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας.
Μη βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο
Αν στα παραπάνω προστεθεί και το γεγονός ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει ένα επενδυτικό κενό περίπου 25 δισ. ευρώ, ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που ξεπερνά τα 15 δισεκατομμύρια και το ποσοστό του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, αν και μειωμένο λόγω του πληθωρισμού, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη (158,2%), τότε οι πιθανότητες γέρνουν στην πλευρά του σεναρίου που λέει ότι η ελληνική οικονομική ευρωστία δεν είναι βιώσιμο μέγεθος.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν ότι ο βασικός «μοχλός» της ελληνικής οικονομίας είναι ο τουρισμός, ο οποίος αδυνατεί να προσφέρει ποιοτικές και σταθερές θέσεις εργασίας και είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε οποιαδήποτε κρίση (γεωπολιτική, οικονομική, κλιματική, υγειονομική), τίθεται επίσης και σοβαρό ζήτημα ανθεκτικότητας. Έχοντας στο μυαλό και την επικαιρότητα – είναι δεδομένο ότι, για παράδειγμα, ένας μεγάλος σεισμός ή μία σοβαρή οικονομική ζημιά στις «τσέπες» των Ευρωπαίων «πελατών» του τουρισμού από τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσαν κάλλιστα να «τινάξουν» την οικονομία στον «αέρα» και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, ο κλάδος του real estate, ο οποίος αποτελεί τον δεύτερο «πυλώνα» της οικονομίας, είναι γνωστό και δεν χρήζει ανάλυσης ότι δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικός, εφόσον προσφέρει ελάχιστες θέσεις εργασίες, μηδενικές εξαγωγές και περιορισμένα φορολογικά έσοδα. Αντιθέτως, συχνά μετατρέπεται σε αναπτυξιακό τροχοπέδη, επιφέροντας ραγδαίες αυξήσεις στα ενοίκια και επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι οποίες – βασιζόμενοι και στα σχετικά ευρήματα των δημοσκοπικών μετρήσεων – μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι απολύτως αντιληπτές από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η αλλαγή του υφιστάμενου παραγωγικού μοντέλου μοιάζει πιο απαραίτητη από ποτέ.
Το «βάρος» θα πρέπει σταδιακά και έχοντας πάντα κατά νου την τεράστια σημασία του τουρισμού, να μετατοπιστεί προς τομείς που αφενός θα συμβάλλουν στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, όπως ο πρωτογενής τομέας, καθώς παραμένει απορίας άξιο πώς γίνεται μία χώρα με τις δικές μας κλιματολογικές συνθήκες να συνεχίζει να εισάγει τεράστιες ποσότητες αγροτικών προϊόντων, αλλά και αφετέρου σε κλάδους που δύνανται να προσφέρουν ποιοτικές θέσεις εργασίας και σταθερότητα αναφορικά με τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ, όπως οι μεταποιήσεις, η πράσινη μετάβαση και, φυσικά, η Τεχνολογία και η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ).
Προκειμένου, όμως, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η ενίσχυση της Περιφέρειας και η προσέλκυση ποιοτικών και παραγωγικών (ξένων ή μη) επενδύσεων να γίνουν πραγματικότητα, θα πρέπει να προηγηθεί ο κατάλληλος σχεδιασμός. Εκείνος, δεν μπορεί να νοηθεί εάν δεν περιλαμβάνει τη μείωση της γραφειοκρατίας, ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, ταχύτερη και με περισσότερη διαφάνεια απονομή Δικαιοσύνης, ενίσχυση της τριτοβάθμιας Παιδείας, βελτίωση των υποδομών, ιδίως στην επαρχία, αλλά και τη διευθέτηση μίας σειράς ζητημάτων (φοροδιαφυγή, βελτίωση των θεσμών, «σπάσιμο» των καρτέλ κλπ) ακόμα.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Ελλάδα θα παραμείνει απλώς μία «ευκαιρία» για όσους επιθυμούν να ανοίξουν ένα ακόμη ξενοδοχείο ή μία ακόμη -καφετέρια, μετατρέποντας μεσοπρόθεσμα τη χώρα σε «θέρετρο», η οποία θα αδυνατεί να προσελκύει σοβαρούς επενδυτές με μακροπρόθεσμο πλάνο και διάθεση για πραγματικές επενδύσεις.
Με άλλα λόγια, όσο η ελληνική οικονομία παραμένει «κούκλα» μόνο για… επικοινωνιακή χρήση και στο εσωτερικό της επικρατεί μία κατάσταση που περιγράφεται από επισφαλής έως και μη βιώσιμη και δεν επιχειρείται το απαιτούμενο αναπτυξιακό «σοκ» και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με τη βιωσιμότητά της να εξαρτάται από την όρεξη των Γερμανών και των Ολλανδών να… φάνε καλαμαράκια και να πιούν ούζο. Τα οποία θα «χρυσοπληρώσουν».