ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Του Θανάση Μουσόπουλου
Ένα σημείο χαρακτηριστικό των έργων του Κώστα Βάρναλη είναι η σάτιρα που μπορούμε να τη συναντήσουμε σε ποικίλου περιεχομένου και ύφους δημιουργήματά του. Ο Μάριο Βίττι στην Ιστορία του αναφέρεται σε στιχουργήματα «σατιρικής διάθεσης», ενώ ο Ρόντρικ Μπίτον στην Εισαγωγή του στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία μιλά για την «καυστική του σάτιρα».
Στο βιβλίο μου «Κώστας Βάρναλης – Ο κλασικός της Ρωμιοσύνης» (εκδ. Θουκυδίδης, Αθήνα 1986), στο κεφάλαιο «Σάτιρα και Πολιτική στο έργο του Κώστα Βάρναλη» (σελ. 79 – 80) αναφέρομαι στη σύνδεση σάτιρας και πολιτικής. Επίσης στο νεότερο έργο μου «Ο θείο – Κώτσο της Θράκης» (εκδ. Σπανίδης, Ξάνθη, 2015) περιέχεται το κεφάλαιο «Η σάτιρα στη Θράκη και ο σατιρικός Βάρναλης» (σελ. 52 – 60).
Στο ίδιο βιβλίο υπάρχουν δύο κεφάλαια που σχετίζονται με τη δύσκολη περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, υπό το πρίσμα του Χιούμορ και της Σάτιρας.
Με την ευκαιρία ου εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου 1940 αναδημοσιεύω τις δύο αυτές ενότητες.
Α΄ Χιούμορ και σάτιρα μπροστά στις δυσκολίες
Η σκωπτική διάθεση, το χιούμορ και η σάτιρα δεν έλειπαν από τα κείμενα του Βάρναλη, ακόμη κι όταν αναφερόταν ο συγγραφέας σε δύσκολες ώρες, όπως ήταν η εξορία ή η κατοχή. Και βέβαια ο Βάρναλης έζησε πολλές δύσκολες στιγμές.
Ο Κώστας Βάρναλης εξορίζεται στον Άη Στράτη στις 19 Οκτωβρίου 1935. Γράφει σχετικά η «Βραδυνή»: «Την εσπέραν σήμερον απελαύνονται διά την νησίδα Άγιος Ευστράτιος οι κρατηθέντες 27 εκ των συλληφθέντων προληπτικώς βενιζελοκομμουνιστών». Ύστερα από δύο μήνες επέστρεψε από την εξορία ο ποιητής, που σε επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» (29 Δεκεμβρίου 1935 ως αρχές Ιανουαρίου 1936) και αργότερα στο «Ριζοσπάστη» (Μάρτιος 1936) περιγράφει τα καθέκαστα. Στα Αφιερώματα της «Βιβλιοθήκης» της «Ελευθεροτυπίας» (23 Μαρτίου 2001 και 16 Νοεμβρίου 2007) συναντήσαμε κάποιες από τις επιφυλλίδες αυτές (δεν έχουμε υπόψη αν δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο). Εδώ, επιλέγουμε κάποια αποσπάσματα που τονίζουν τη σκωπτική του διάθεση, «με ήρεμο τόνο και χιούμορ», όπως γράφει στο «Αφιέρωμα» του 2007 ο Γ. Ζεβελάκης.
«Η χαρά, που ξαναβρήκα την προσωπική μου ελευθερία ύστερα από δυόμισι μηνών εξορία, δεν μπορεί να με κάνει να ξεχάσω όσα μαρτύρια κι εξευτελισμούς τράβηξα μαζί με τόσους άλλους διανοουμένους, επιστήμονες και εργάτες στο ξερόνησο του Αη Στράτη. Προ πάντων δεν με αφήνει να ησυχάσω η σκέψη πως εμείς οι λιγοστοί, που σταθήκαμε τυχεροί να γυρίσουμε στα σπίτια μας και στις δουλειές μας, αφήσαμε πίσω μας ένα σωρό άλλους αγαπημένους συντρόφους, παιδιά του λαού, που χαροπαλεύουνε απάνου στα κρεβάτια τους περιμένοντας μ’ ανοιχτά τα μάτια από μέρα σε μέρα το θάνατο από πείνα. Γιατί, όπως ξέρει όλο το πανελλήνιο, ο νόμος για τη γενική αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων, ενώ περιλαβαίνει μέσα όλους τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, που με τα όπλα στο χέρι επιχειρήσανε ν’ αρπάξουνε την εξουσία – ενώ περιλαβαίνει μέσα και κοινούς δολοφόνους και όλους τους χαφιέδες, που με καταγγελίες ψεύτικες πήρανε στο λαιμό τους κόσμο και κοσμάκη, αφήνει έξω τους αγωνιστές του προλεταριάτου. Κι αυτοί αναγκαστήκανε να μεταχειριστούνε το έσχατο όπλο που μένει στα θύματα της κρατικής βίας, όταν είναι δεμένα πιστάγκωνα, την απεργία της πείνας». Αυτό το απόσπασμα είναι θα λέγαμε, το πολιτικό στίγμα. Η περιγραφή της σύλληψης: «Όταν η μοτοσικλέτα μας έφερε στη διεύθυνση της Ειδικής Ασφάλειας, άκουσα τον κ. Βέρροιο να λέγει στους άλλους:
– Τώρα πάμε για τον άλλονε. Είπα μέσα μου:
– Θα εννοεί το Γληνό. Περίεργο πως δε τονε πιάσανε πριν από μένα, αφού αυτός έχει γραφείο, που δουλεύει ίσαμε τις 2 το απομεσήμερο.
Στο γραφείο του ανθυπασπιστού της υπηρεσίας, ομολογώ πως μου φερθήκανε πολύ καλά κι εμένα και το Γληνό, που σε μια ώρα τον είδα κι αυτόν να μπαίνει μέσα με όλο το μεγαλείο του…
Θυμούμαι μονάχα πως άμα πρωτομπήκα στο γραφείο, με ρωτήσανε:
- Είσαστε ο κύριος Βάρναλης.
- Μάλιστα
- Ο ποιητής;
- Μάλιστα.
Φαίνεται πως έμοιαζα για Βάρναλης· δεν έμοιαζα όμως για ποιητής:
Από τις 3 ίσαμε τις 7 το βράδυ μας κρατήσανε στην Ειδική Ασφάλεια. Ύστερα, άμα σκοτείνιασε, μας βάλανε σ’ ένα ταξί με δύο χωροφυλάκους οπλισμένους και μας φέρανε στο τμήμα μεταγωγών, οδός Νικόδημου. Εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη» Από τη ζωή στο τμήμα Μεταγωγών Πειραιώς: «Από του κακού στο χειρότερο. Εδώ ο απόπατος ήτανε στο στενό προαύλιο, αντίκρα στο παράθυρο μας. Η βόχα αυτή που μας κυνηγούσε και μας έζωνε από τώρα κι ύστερα παντού μέχρι και στον Αη-Στράτη – η βόχα που δεν μας άφηνε ν’ ανασάνουμε, που μας έφερνε δάκρυα απελπισίας στα μάτια, μας έκαμνε τις μέρες και τις νύχτες ατελείωτες, μας έκαμνε να λέμε!
Ας φύγουμε από εδώ κι ας πάμε και στην Κόλαση!
Στα διπλανά κελιά είχανε στριμωγμένους καμπόσους πρεζάκηδες. Κολλούσανε τις χτηνώδικες φάτσες τους στα σιδερένια κάγκελα του παραθυριού και γελούσανε ηλίθια στους επισκέπτες.
Όταν ερχόντανε κυρίες να μας επισκεφτούνε, βγάζανε μέσα από τα κάγκελα δίσκους ξύλινους, σταυρούς, εικόνες (βιοτεχνία της φυλακής) και φωνάζανε:
– Πάρτε, κυρία, να συχωρεθούνε τα πεθαμένα σας! Η βόχα η ανθρώπινη!».
Απολαυστικός είναι ο τρόπος που ο Βάρναλης περιγράφει την
καθημερινή ζωή στον Άη Στράτη, την οργάνωση και την πειθαρχία, τις εφημερίδες τοίχου και το θέατρο που οργάνωναν, την πολιτική και πολιτιστική τους ζωντάνια. Θα δούμε πώς γιόρτασαν στον Άη Στράτη την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης!
«Μορφωτικό σκοπό είχανε κι οι γιορτές, που κάναμε. Μια τέτοια γιορτή, η μεγαλύτερη για τα προλεταριάτα όλου του κόσμου, είναι η 17 του Νοέμβρη, όταν γιορτάζεται η επέτειος της ρουσικής επανάστασης. Φέτος είτανε τα 18χρονα αυτής της επανάστασης.
Από μέρες ετοιμαζότανε για τη γιορτή. Ανήμερα πρωί πρωί βγάλανε από το μεγάλο θάλαμο τα κρεββάτια, σφουγγαρίσανε το πάτωμα – στολίσανε τους τοίχους με εικόνες και επιγραφές.
Τοποθετήσανε μέσα στη σκηνή το τραπέζι του προεδρείου και τρεις πάγκους – σκεπάσανε το τραπέζι αυτό (το γνωστό μας σανιδένιο κι αμπογιάτιστο του γραφείου) με μια κόκκινη κουβέρτα και ολοκληρώθηκε ο πλούσιος διάκοσμος της αιθούσης των εορτών!
Απ’ αυτό το τραπέζι μιλήσανε οι ρήτορες της ημέρας (καμιά δεκαριά) και τονίσανε τη σημασία της επανάστασης και τις τεράστιες καταχτήσεις του σοσιαλιστικού πολιτισμού στη Σοβιετική Ένωση – και τονίσανε ακόμα ποια είναι τα καθήκοντα του διεθνικού προλεταριάτου μπροστά σ’ αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός.
Η γιορτή άρχισε με επαναστατικά τραγούδια και τέλειωσε με το διάβασμα του χειρόγραφου «Ριζοσπάστη» που «δημοσιεύτηκε», φυσικά, παράνομα! Κατόπι «παρατέθη» μέσα στο θάλαμο το επίσημο γεύμα μας. Φάγαμε κρέας, κρέας γίδας με πατάτες (ευτυχία σπανιώτατη!), ήπιαμε κρασί όσο θέλαμε και μας δώσανε και φρούτα: μήλα της… εσχάτης υποστάθμης.
Το βράδυ είχαμε θεατρική παράσταση. Λησμόνησα να ειπώ, ότι την παραμονή το βράδυ είχε διάλεξη ο Γληνός (από τις καλύτερες που έχει κάνει ίσαμε τώρα) για τις νέες οικονομικές πολιτικές και ψυχολογικές συνθήκες που δημιουργηθήκανε στη Ρωσία μετά την επανάσταση και μεταμορφώσανε σύρριζα το ένα έχτο της ανθρωπότητας.
Ύστερ’ από όλ’ αυτά είχε δίκιο ο σύντροφος που είπε:
-Μονάχα εμείς οι αιχμάλωτοι είμαστε σήμερα… λεύτεροι στην Ελλάδα! Πουθενά αλλού δε γιορτάστηκε η οχτωβριανή επανάσταση, παρά μονάχα στα ξερονήσια μας!».
Εκτός από την εξορία, ο Βάρναλης με ανάλαφρο πνεύμα γράφει και στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με την επιμέλεια Γ. Ζεβελάκη, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κ. Βάρναλη «Φέιγ Βολάν της Κατοχής»,σελ. 334, με χρονογραφήματα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πρωία» στη διετία 1942-43. Για το βιβλίο αυτό ο Γ.Ν. Περαντωνάκης, «Βιβλιοθήκη» 16 Νοεμβρίου 2007, ανάμεσα στα άλλα γράφει:
«Τα κείμενά του δεν έχουν μόνο αρχειακή αξία – είναι πρωτίστως έργα που αποτυπώνουν τη ζωή στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του ‘40 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν σπουδαία πηγή για την ιστοριογραφία. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι διαβάζονται κάλλιστα και σήμερα σαν μικρές κάρτ-ποστάλ από μια άλλη εποχή, οι οποίες όμως διατηρούν τη φρεσκάδα, την παραστατικότητα και την πάντα επίκαιρη ματιά τους ακόμα και μετά 60 χρόνια. Ο σημερινός αναγνώστης δεν εγκλωβίζεται σε μια παλιομοδίτικη θέαση της Ελλάδας, αλλά κυριολεκτικά αιφνιδιάζεται από την τόσο κοντινή σε μας δημοτική του, μια γλώσσα που δεν φαίνεται καθόλου μεσήλικη και παρωχημένη. Τα ελληνικά του Βάρναλη είναι τόσο νεανικά, τόσο «σύγχρονα» που, αν κανείς δεν ήξερε πότε έγραψε τα χρονογραφήματά του, θα μπορούσε κάλλιστα να τα θεωρήσει σημερινά».
Το κυριότερο συμπέρασμα είναι η σατιρική διάθεση, το «τερπνόν μετά του ωφελίμου», να τι λέγει καταλήγοντας ο Γ.Ν. Περαντωνάκης:
«Ο Βάρναλης αναπλάθει την Αθήνα της εποχής με σατιρική διάθεση, χωρίς μομφές ή καυστικά σχόλια -ιμπρεσιονιστικά κατά τον Ζεβελάκη. Βλέπει τον μέσο Έλληνα να ασχολείται με την καθημερινότητά του και γελά με τις κουτοπονηριές του, τα ευτράπελα γεγονότα που καρυκεύουν τη ζωή του και καλοκάγαθα, θα μπορούσε κανείς να πει, γελά μαζί του παρασύροντας και τον αναγνώστη σε χαμόγελα θυμηδίας. Συχνές είναι οι αναφορές τους στην παλιά Αθήνα, στην προ της Κατοχής φανταζόμαστε, την οποία θυμάται με αναπόληση και νοσταλγία. Η σύγκριση παρελθόντος – παρόντος θυμίζει πολλούς ηλικιωμένους της εποχής μας που νοσταλγούν την αυθεντική ζωή περασμένων δεκαετιών· αντίστοιχα και ο χρονογράφος τίθεται υπέρ του παρελθόντος, καθώς η κατάσταση της πρωτεύουσας του ενός εκατομμυρίου κατοίκων είναι απογοητευτική. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλλά αυτή η νοσταλγία δείχνει πως όλοι αυτοί δεν είναι ευχαριστημένοι με την τωρινή μορφή της πρωτεύουσας. Αγαπούνε τις παλιές συνοικίες, τα στενά και γραφικά σοκάκια, τους παλιούς τύπους και τα παλιά ήθη. Η χρονική απόσταση δίνει σ’ όλ’ αυτά μιαν αίγλη ειδυλλιακή»
Ο Βάρναλης δεν καταγράφει απλώς, ούτε σατιρίζει. Παρατηρεί, συνθέτει τα χρονογραφήματά του με ποιοτική λογοτεχνικότητα, άλλοτε με μικρές αφηγήσεις, άλλοτε με διάλογους κι άλλοτε με θεατρικές σκηνές, αλλά ταυτόχρονα στοχάζεται και διδάσκει. Στο τέλος πολλών κειμένων του εξάγεται το συμπέρασμα, συχνά σε μορφή επιμυθίου, ενώ παντού ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι το πρόσχημα, για να ανατάμει την ελληνική πραγματικότητα βλέποντας την ακτινογραφία της. Δεν παύει να χαμογελά, αλλά συνάμα αναγνωρίζει μια λεπτή φιλοσοφικότητα (που σπανιότερα γίνεται εμφανώς ορατή, όπως όταν συζητεί το φαινόμενο του πλούτου), η οποία διανθίζεται με διακειμενικές αναφορές στο αρχαίο πνεύμα, σε σύγχρονους Έλληνες ποιητές, όπως ο Καβάφης, στο δημοτικό τραγούδι και στον Φάουστ, παραπομπές που δείχνουν την ευρεία παιδεία του ποιητή.
«Τα πιο σπουδαία πράγματα τα είπαμε στ’ αστεία», λέει το τραγούδι. Ο Βάρναλης καταφέρνει και συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, το βαθύ με το ανάλαφρο, το σατιρικό με το στοχαστικό. Ο σημερινός αναγνώστης δεν οσφραίνεται τη μουχλιασμένη οσμή μια αλλοτινής περιόδου, αλλά απολαμβάνει τη φρεσκάδα, τη δροσιά και τη διαχρονικότητα τόσο της γλώσσας όσο και των θεμάτων του».
Β΄ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Τα κατοχικά χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη
Όλες οι συνθήκες στην ατομική και κοινωνική ζωή δεν είναι όμοιες. Άλλοτε υπάρχουν δυσμενείς και άλλοτε ευνοϊκές καταστάσεις. Τούτο συνεπάγεται ότι για να πετύχεις οφείλεις να προσαρμόσεις τη ζωή και τη δράση σου στις υπάρχουσες κάθε φορά περιστάσεις. ‘Ομολογουμένως τη φύσει ζην’, έλεγαν οι Στωικοί, naturae convenienter vivere, μετέφραζε ο Κικέρωνας. Σοφός είναι αυτός που ζει σύμφωνα με τη φυσική τάξη.
Δεν είναι σοφό να ζούμε σε μια πλασματική, μη υπάρχουσα πραγματικότητα. Ό,τι μεγάλο έκανε στην ιστορία ο άνθρωπος, το ανθρώπινο είδος, ως αφετηρία είχε την πραγματική πραγματικότητα, ακόμη και αυτήν που ο ίδιος αγνοούσε ή δεν είχε συνειδητοποιήσει.
Μου έκαναν τρομερή εντύπωση τα Χρονογραφήματα που ο βορειοθρακιώτης μεγάλος αγωνιστής ποιητής και συγγραφέας Κώστας Βάρναλης (1884 – 1974) δημοσίευε σε εφημερίδες κατά το διάστημα της γερμανικής κατοχής. Έχουμε υπόψη το βιβλίο «Φέιγ Βολάν της Κατοχής» με χρονογραφήματα του 1942 – 43 δημοσιευμένα στην εφημερίδα ‘Πρωία’. Βέβαια, τότε υπήρχε λογοκρισία και δεν μπορούσε να γράψει ο αρθρογράφος ό,τι ήθελε. Όμως αυτό που θέλω να τονίσω, θα το δείξω με ελάχιστα παραδείγματα, είναι ότι ο Βάρναλης δεν γκρίνιαζε ούτε μιλούσε για τη μαύρη εικόνα της ζωής. Με χιούμορ και σάτιρα πρόβαλλε τις θετικές και δημιουργικές δυνάμεις του ελληνικού λαού, που δεν το είχε βάλει κάτω στην καθημερινή τους ζωή.
Τα ελάχιστα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από χρονογραφήματα του 1942.
Σήμερα στον τόπο μας το πρωτόκολλο έχει αδρανήσει. Οι άνθρωποι ντύνονται όπως ο καθένας ημπορεί. Φορούνε αμπέχονα, φορούνε κιλότες και ποδήματα, φορούνε μπαλωμένα ρούχα. Κανείς δεν τους θεωρεί γελοίους. Και πολλοί δεν ξυρίζονται.
– Γιατί δεν ξυρίζεστε ; είπε κάποια κυρία σ’ ένα γνωστό της.
Μα η κυρία είχε … γένια.
– Για να κάνω την … κυρία, απάντησε ο ‘τύπος’.
Η απάντηση αυτή δείχνει πως οι τύποι αποχτήσανε πια την ελευθερία τους.
«Πονούσε δόντι, έβγαζε δόντι». Αλλ’ αυτά ήσαν στάχτη στα μάτια. Κυρίως ‘εθήρευε’ τις χρυσές μασέλες.
Οι μασέλες σου χαλάσανε. Θέλουν διόρθωμα.
Οι χωριάτες τού δίνανε τις μασέλες τους κι αυτός τις πήγαινε στη Θεσσαλονίκη και τις ‘διόρθωνε’, ήγουν τις πουλούσε …
Λοιπόν, σφίγγετε καλά τα δόντια σας, όσοι έχετε χρυσά, ζωντανοί και πεθαμένοι, μη σας τα πάρουν, χωρίς να το καταλάβετε.
Οι παλαιότεροι θυμούνται τον αναβρασμό των νέων έξω από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. [Ο Κ. Βάρναλης υπονοεί τους αγώνες που έγιναν από τους φοιτητές και τους νέους για τις μεταφράσεις των κειμένων και των θεατρικών έργων στη δημοτική γλώσσα. Σκοτώνονταν για το γλωσσικό].
Πόση μάταιη σπατάλη δυνάμεων του καιρού εκείνου για μια τόσο άδικη υπόθεση! Γιατί ο δημοτικισμός, όπως ήτανε φυσικό, ενίκησε στην ποίηση και στο θέατρο και στην πρόζα, ώστε κι αυτή η μετάφραση του Σωτηριάδη με την κλητική «θεές», που αιματοκύλησε την Αθήνα, να φαίνεται σήμερα εντελώς καθυστερημένη … Ωστόσο, δεν παύει ο σοφός, που ανεπαύθη χθες, να είναι ένας από τους πιο φωτισμένους και πιο προοδευτικούς ανθρώπους του καιρού του.
Είχα στο μυαλό μου να γράψω ένα κείμενο με την ευκαιρία της επετείου του ΟΧΙ και του 1940 σε σχέση με την πραγματικότητα που βιώνουμε στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό [ενν. 2011]. Πιστεύοντας ότι η βία δεν είναι κατάλληλος δρόμος για την αντιμετώπιση της βίας. Και η λέξη βία έχει όλες τις διαστάσεις από την πιο άυλη ως την πιο υλική. Η βαρβαρότητα έτσι ανακυκλώνεται και η όποια λύση απομακρύνεται.
Βρήκα στα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, το έργο του οποίου είναι πολύπλευρα χρήσιμο για τον ελληνισμό, βρήκα ότι τα κείμενα αυτά του 1942-43 είναι άκρως επίκαιρα και σύστοιχα με την έννοια του χιούμορ και της δημιουργικότητας, που φρονώ ότι είναι δρόμος ωφέλιμος ατομικά και κοινωνικά.
Όλοι / όλες έχουμε και το χιούμορ και τη δημιουργικότητα, που απαιτείται για να πορευτούμε …
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ξάνθη, 28 Οκτωβρίου 2025

