«Ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ»

Του Θανάση Μουσόπουλου

  Στα πλαίσια των Γιορτών Παλιάς Πόλης στις 3 Σεπτεμβρίου 2025  στο Παλιό Δημαρχείο και σε συνεργασία με τον Σύλλογο για την προστασία και την αναβίωση της παλαιάς Ξάνθης  με τη συνδρομή ποίησης και μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη που φέτος γιορτάζουν τα εκατό χρόνια από τη γέννησή τους, προσεγγίσαμε τη ζωή και το έργο τους.

     Μια σύνοψη της εκδήλωσης παρουσιάζουμε.

    Το 2025 είναι το έτος κατά μια περίεργη συγκυρία που τρεις μεγάλοι δημιουργοί συμπλήρωσαν έναν αιώνα από τη γέννησή τους. Και οι τρεις έχουν ρίζες Κρητικές και των τριών τα ονόματα αρχίζουν από Μ: Μάνος, Μίκης, Μανόλης.

  Γεννήθηκαν το 1925, ο Μάνος Χατζιδάκις στις 23 Οκτωβρίου στην Ξάνθη, ο Μίκης Θεοδωράκης στις 29 Ιουλίου στη Χίο και ο Μανόλης Αναγνωστάκης στις 9 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες διαφορά μεταξύ τους, μεγαλύτερος ο Αναγνωστάκης και μικρότερος ο Μάνος.

  Ο  Μάνος τους κάλεσε στην Ξάνθη, να γιορτάσουν τα γενέθλια τους. Μαζί τους βρέθηκε και ο  Στέφανος Ιωαννίδης, που γεννήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα το 1923, και μερικοί άλλοι ξανθιώτες και ξανθιώτισσες.

   Ο Μάνος γράφει στο αυτοβιογραφικό του: «Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες». Ο ίδιος μιλώντας για τον εαυτό του παρατηρεί: “Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός. Ως καλλιέργεια είμαι ποιητής. Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία είμαι λαϊκός”.       “Περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού”.  Μέσα από τις αντιθέσεις, μέσα από τις διαρκείς ρήξεις προχώρησε. “Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλώς ένας ζωντανά σκεπτόμενος άνθρωπος”.

   Στην Ξάνθη, από την ηλικία των τεσσάρων ετών αρχίζει τα πρώτα μαθήματα πιάνου, με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της πόλης, αρμενικής καταγωγής, της οποίας το σπίτι στις μέρες μας έγινε ερείπιο… Μάθαινε επίσης, βιολί και ακορντεόν. Το 1932, η μητέρα και τα δύο παιδιά, ο Μάνος και η Μιράντα, εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα και οι γονείς χωρίζουν.

  Πρόσφατα στο βιβλίο του Θωμά Εξάρχου «Δεκαπέντε μήνες μιας πόλης – Ξάνθη Ιανουάριος 1940 – Απρίλιος 1941» (1999) συνάντησα την πληροφορία ότι ο εικοσάχρονος Μάνος το 1945 έδωσε ρεσιτάλ πιάνου στην Ξάνθη.

  Ο Μάνος Χατζιδάκις, εκτός από τα μουσικά έργα, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τους τίτλους “Μυθολογία” και “Μυθολογία δεύτερη”. Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο “Τα σχόλια του Τρίτου” καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα με τίτλο “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι“.

    Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Στα εφηβικά χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα, ενώ αργότερα εξέδωσε πολλά βιβλία για θέματα μουσικά και αυτοβιογραφικά.

   Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Έχει γνωριστεί ήδη με τον Μάνο Χατζιδάκι, από τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια και συνεργάζονται στο Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Το 1952-53 γράφει για πρώτη φορά μουσικές για τον κινηματογράφο.

    Ο Μάνος το 1949 κάνει «επανάσταση» με την ομιλία του για το ρεμπέτικο, ενώ ο Μίκης στηρίζεται στη Βυζαντινή μουσική.   Και ο Μίκης και ο Μάνος από μικροί ασχολούνται με τη μουσική. Το ενδιαφέρον είναι ότι, νέοι ακόμη,  συναντιούνται,  συνεργάζονται, αναπτύσσουν φιλία που κρατά ως το τέλος .

  «Για τον Μάνο Χατζιδάκι μου είναι αδύνατον να μιλήσω αντικειμενικά» έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης. «Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε  η παρουσία του στη ζωή μου υπήρξε διαρκής και έντονη. Πιστεύω ότι το ίδιο κατά κάποιον τρόπο συνέβη και με κείνον. Σε όλη τη διάρκεια τους συνύπαρξής τους  υπήρχε ταυτόχρονα απώθηση και ταύτιση, απαξίωση (απόρριψη, κριτική) και εκτίμηση, σκεπτικισμός και θαυμασμός, πολεμική και συνεργασία».

  Το 1947 ο Μίκης μελοποιεί το ποίημα «Καληνύχτα» του Πέτρου Γρανίτη, δηλαδή του Μάνου. Τον Μάιο του 1945 ο Μάνος συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα  Γενιά» της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης.

  Η ποίηση – εκτός από τη μουσική – ήταν κάτι κοινό  μεταξύ του Μάνου και του Μίκη.  Και οι δύο έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη μελοποίηση της νεοελληνικής , και όχι μόνο, ποίησης. Η έννοια της ποίησης και η έννοια της τέχνης κλείνουν τη γέννα και τη δημιουργία εν γένει.

  Τον καιρό της εξορίας στη Ζάτουνα, ο συνθέτης μελοποίησε δύο ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, το “Μιλώ” και τον “Χάρη 1944”, που αποτέλεσαν τον κύκλο “Αρκαδία VIII”.

  Ο ξανθιώτης δικηγόρος και αγωνιστής Γιώργος Αποστολίδης (1926 – 2022) γνώριζε και τους τρεις που τιμούμε σήμερα. Στο βιβλίο του  «Προσωπικές Αναμνήσεις από τον εικοστό αιώνα» (β΄ έκδοση, Ξάνθη 2010, σελ. 198 + 29 σελίδες Φωτογραφικό υλικό, τυπωμένο στην ‘Τελεία και Παύλα’).

  Μιλά για τον Μάνο περιγράφοντας μια φωτογραφία τους του 1932 στο Κιρέτσιλερ (σε εκδρομή του Δικηγορικού συλλόγου), όπου παιδάκια είναι ο Μάνος, η αδελφή του Μιράντα και ο Γιώργος.

 Μιλά για τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού».

  Τέλος αναφέρεται στον Μανόλη Αναγνωστάκη, με τον οποίο είχαν στη Θεσσαλονίκη ιδιαίτερες σχέσεις, όντας το 1948 συγκατηγορούμενος στην υπόθεση των 69 Επονιτών Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκαν σε θάνατο και αργότερα αμνηστεύθηκαν.

  Κλείνοντας την προσέγγισή μας ακούσαμε τον Κεμάλ και τη Μαριάνθη των ανέμων του Χατζιδάκι, καθώς και το Γελαστό παιδί και το Μιλώ του Θεοδωράκη.

  Το Μιλώ είναι σε στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη:

 «Μιλώ»

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους […] Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025