ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925 – 2005):
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ 20 ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, 10
Του Θανάση Μουσόπουλου
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, β
Μario Vitti, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (1978 παλιά, 2008 νέα μορφή). Ο μισός Ιταλός και μισός Ρωμιός Κωνσταντινουπολίτης Μάριο Βίττι, την Ιστορία του την πρωτοδημοσίευσε το 1971 στα ιταλικά και το 1975 στα γερμανικά.
«Η κατά διαστήματα παραγόμενη ποίηση συμπυκνώνει τις εμπειρίες ενός ανθρώπου που από το περιβάλλον δεν έχει λάβει καθόλου θετικά μηνύματα […] Δεν είναι παρακινδυνευμένη η άποψη, που συνεχώς κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους κριτικούς,, σύμφωνα με την οποία το καθοριστικό κίνητρο στην ποίηση του Αναγνωστάκη δεν αποτελείται από τα ηθικά ερεθίσματα της κοινωνίας, του πολίτη ή της πολιτικής, αλλά αποτελείται από ένα σκίρτημα πιο βαθύ, υπαρξιακό» (σελ. 483 – 6).
Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία» (1996) – Ο Ρόντερικ Μπήτον κατέχει από το 1988 την έδρα Κοραή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο King’s College του Λονδίνου. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα για την ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό από τον 12ο αιώνα έως σήμερα. Σημαντικό θεωρείται το έργο του «An Introduction to Modern Greek Literature», 1994.
Στην ενότητα ‘Κοινωνική’ ποίηση αναφέρεται στους ποιητές που γράφουν στα χρόνια της Κατοχής.
«Ο Αναγνωστάκης στα πρώτα του ποιήματα δίνει τον τόνο και οδηγεί στην υπερβολή τη λιτή παρουσίαση μιας ανελέητης πραγματικότητας, που είναι το χαρακτηριστικό αυτών των ποιητών [αναφέρεται στους Αναγνωστάκη, Άρη Αλεξάνδρου, Τάσο Λειβαδίτη, Τίτο Πατρίκιο]».
Από τη συλλογή «Εποχές» (1945) ο Μπήτον αναφέρει το ποίημα «Χάρης 1944» σημειώνοντας:
«Ο ποιητής δεν εμπιστεύεται ούτε την ίδια την τέχνη του, και αυτή η αμηχανία διαποτίζει σχεδόν όλη την ποίηση αυτής της γενιάς, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς ή λογοτεχνικούς δεσμούς των ποιητών. Για τον Αναγνωστάκη, οι λέξεις είναι ανεπαρκείς και το μήνυμα του θανάτου υποβαθμίζεται σε κοινοτοπία μπροστά στο ίδιο το γεγονός, του οποίου η ‘απλότητα’ το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό. Δεν υπάρχει χρόνος να αναλογιστεί κανείς το γεγονός – πόσο μάλλον ο ποιητής.
Ο ίδιος ο ποιητής υποβιβάζεται σε ασήμαντη φιγούρα μπροστά σε τέτοιες συμφορές, και βρίσκεται αντιμέτωπος με την αδυναμία του να επιφέρει οποιαδήποτε αλλαγή από όσες επιδίωκαν εκείνοι οι ποιητές, σε πρακτικό ή κοινωνικό επίπεδο» (σελ. 250 – 251).
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025