Αδιάφορη η Πολιτεία για την ξενόγλωσση διδασκαλία στο σχολεία.

ΘΗΣΑΥΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΦΡΟΝΤΗΣΤΗΡΙΑ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

 

Σύμφωνα με την έκθεση ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για την ξενόγλωσση εκπαίδευση: Στα ύψη η κερδοφορία των Κ.Ξ.Γ.  λόγω της αδιαφορίας της πολιτείας για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, κάκιστες οι εργασιακές σχέσεις στις δομές αυτές

 

Σε συνέχεια της ερευνητικής του εργασίας για τη μη τυπική εκπαίδευση (δείτε εδώ το Α’ τμήμα της έρευνας για τα φροντιστήρια), το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ δημοσιεύει σήμερα, σε συνεργασία με την Metron Analysis, το τμήμα της έρευνας για την ξενόγλωσση εκπαίδευση. Στα κυριότερα συμπεράσματα περιλαμβάνονται η εκτίναξη της δαπάνης των νοικοκυριών (777 εκατομμύρια ευρώ ετησίως!) για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών λόγω της αδιαφορίας του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης για τη συστηματική διδασκαλία τους, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στην παροχή ξενόγλωσσης εκπαίδευσης και οι πολύ κακές εργασιακές σχέσεις στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών.

Συνοπτικά, τα σημαντικότερα συμπεράσματα:

 

  • Εκτίναξη των δαπανών των νοικοκυριών για την ξενόγλωσση εκπαίδευση

Σύμφωνα με την έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, περίπου 777 εκ. ευρώ κατευθύνθηκαν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022 και 9,1% σε σύγκριση με το 2013 (τρέχουσες τιμές). Παρά τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, η επένδυση στην ξενόγλωσση εκπαίδευση παραμένει σταθερά υψηλή, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία που της αποδίδουν οι οικογένειες για τη μόρφωση και την επαγγελματική προοπτική των παιδιών τους. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η δαπάνη για την ξενόγλωσση εκπαίδευση είναι σημαντικά υψηλότερη και από αυτήν για την φροντιστηριακή γενική εκπαίδευση (614 εκ. ευρώ το 2023 βάσει της έρευνας του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ.

 

  • Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει εγκαταλείψει την ξενόγλωσση εκπαίδευση

Το σημαντικότατο ποσό που δαπανούν τα νοικοκυριά για την ξενόγλωσση εκπαίδευση δικαιολογείται από το γεγονός ότι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα την έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει! Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ (PISA 2018), η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ! Οι μαθητές στην Ελλάδα διδάσκονται ξένες γλώσσες μόλις 1,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 3,6 ωρών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ – γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς το διαθέσιμο χρόνο στη γλωσσική διδασκαλία.

Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία από τις απαντήσεις των ερωτώμενων μαθητών και γονέων, τα Κ.Ξ.Γ αναγνωρίζονται ως βασικός πυλώνας της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Οι υψηλότερες αναφορές σχετίζονται με την κάλυψη της αδυναμίας του σχολείου να διδάξει αποτελεσματικά ξένες γλώσσες (29% των γονέων και 27% των νέων), καθώς και με τη λειτουργία των Κέντρων ως κύριας δομής εκμάθησης (27% και 26% αντίστοιχα). Επιπλέον, περίπου 1 στους 2 γονείς ή νέους, θεωρούν ότι τα Κ.Ξ.Γ αποτελούν ουσιαστικά τον μοναδικό φορέα εκπαίδευσης στις ξένες γλώσσες. Είναι σημαντικό, επίσης, να τονιστεί ότι η πρότασης να αναλαμβάνει το δημόσιο σχολείο την προετοιμασία για τις εξετάσεις του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας έχει συντριπτική αποδοχή. Συγκεκριμένα, 92,8% των γονέων και 88,2% των νέων δηλώνουν υπέρ αυτής της πρότασης.

 

  • Τα χαμηλότερα εισοδήματα δυσκολεύονται να επενδύσουν στην ξενόγλωσση εκπαίδευση

Την τελευταία δεκαετία, το χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο (έως 750€ μηνιαίως) παρουσιάζει μείωση κατά 23% του μεριδίου της καταναλωτικής του δαπάνης που κατευθύνεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, γεγονός που αντανακλά την αντικειμενική του αδυναμία να ανταποκριθεί στο σχετικό κόστος. Αντίθετα, όλες οι υπόλοιπες εισοδηματικές τάξεις έως και τα 2.200€ αυξάνουν σταδιακά το ποσοστό αυτό, παρά τη γενικευμένη ακρίβεια – στοιχείο που υποδηλώνει την ανελαστικότητα αυτής της δαπάνης για τις περισσότερες οικογένειες.

Γενικά, με βάση την έρευνα, οι ευάλωτες ομάδες, όπως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, οι πολύτεκνες αλλά και οι μονογονεϊκές οικογένειες, επιβαρύνονται σημαντικά, καταβάλλοντας δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του προϋπολογισμού τους για την κάλυψη αυτών των αναγκών

 

  • Κάκιστες οι εργασιακές σχέσεις στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών

Παρά το γεγονός ότι οι συνάδελφοι που συμμετείχαν στην έρευνα αναγνωρίζουν ότι η εργασιακή τους εμπειρία είναι πολύτιμη στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών, επισημαίνουν ότι εργάζονται υπό επισφαλείς και συχνά δυσμενείς συνθήκες εργασίας. Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν σειρά προκλήσεων: χαμηλές απολαβές, μη αμειβόμενη εργασία εκτός διδακτικής ώρας (π.χ. προετοιμασία μαθήματος), ανασφάλιστη/αδήλωτη εργασία, μη καταβολή δώρων/επιδομάτων. Παράλληλα, η κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, η έλλειψη κρατικής εποπτείας και η αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών, διευρύνουν τις «γκρίζες ζώνες» στην απασχόληση των εκπαιδευτικών, όπως υπογραμμίζουν οι φορείς εκπροσώπησής τους.

Οι συμμετέχοντες υπογραμμίζουν την ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες, όπως καλύτερες αμοιβές, αναγνώριση της εργασίας πριν και μετά το μάθημα, ενίσχυση της κρατικής εποπτείας και επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων.