«ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ» από το 1932 και για τέσσερις γενιές…

Σ. Δήμου: «Δεν επηρεαστήκαμε από τις διάφορες προκλήσεις γι’ αυτό και επιβιώνουμε»

Με σημειολογικές χρονολογίες το 1890, όταν δημιουργήθηκε το υποκατάστημα μιας πολυεθνικής εταιρείας στην Ξάνθη, η οποία δραστηριοποιούνταν σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική αλλά και το 1932 όταν το υποκατάστημα πέρασε στα «χέρια» της οικογένειας Δήμου, το ξανθιώτικο «ΟΥΖΟ 2» της Ποτοποιίας «ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ» συνεχίζει να κρατά αναλλοίωτη την συνταγή της επιτυχίας του, αφού κατάφερε να παραμείνει το μοναδικό ξανθιώτικο προϊόν μέχρι σήμερα, μετά το κλείσιμο πολλών άλλων, αντίστοιχων, ποτοποιών στην Ξάνθη.

 

«Μερακλήδες» από την Ξάνθη, παλιοί φοιτητές της πόλης μας, επαγγελματίες της ΒΙ.ΠΕ και όχι μόνον, συνεχίζουν να το καταναλώνουν εις υγείαν της 4ης σήμερα – και προσεχώς 5ης – γενιάς της γνωστής οικογενείας, αφού η τρέχουσα παραγωγή του εξαιρετικού αυτού προϊόντος φτάνει τα 16.000 – 20.000 λίτρα, όπως εξηγεί μιλώντας στην «Θ» ο σημερινός ιδιοκτήτης και παραγωγός κ. Συμεών Δήμου.

 

«ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΤΟ 1932 Η ΠΟΤΟΠΟΙΙΑ – ΤΟ ΟΥΖΟ ΕΧΕΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ»

 

Πιο αναλυτικά ο κ. Δήμου, επισήμανε στην «Θ» ότι «υπήρχε μια πολυεθνική εταιρεία η οποία είχε 20 υποκαταστήματα σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Λόγω χρεών όμως, το 1932 το υποκατάστημα της Ξάνθης, πέρασε στα χέρια της οικογένειάς μου. Από εκεί και μετά, συνεχίσαμε και φτάσαμε μέχρι εδώ. Αυτοί (σ.σ. της πολυεθνικής εταιρείας) ήρθαν στην Ξάνθη το 1890. Ο οίκος λέγονταν Βαλιάνος – Παπαδόπουλος. Υπήρχαν υποκαταστήματα σε Ευρώπη, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Κάιρο, Αλεξάνδρεια κ.ο.κ. Ανάμεσα σε αυτά – όπως προαναφέραμε – ήταν και η Ξάνθη. Το 1932 φαλίρισαν και επειδή χρωστούσαν κάποια χρήματα στην οικογένειά μου (υπήρχε συνεργασία), η ποτοποιία πέρασε στα χέρια μας. Από το 1932, η ποτοποιία πήρε το όνομα «ΔΗΜΟΥ». Κάποτε η Ξάνθη, πριν το ’68 είχε 20 ποτοποιίες. Μετά η Ποτοποιία Ξάνθης, ενσωμάτωσε τις 8- 9. Εμείς δεν μπήκαμε στον συνεταιρισμό (ούτε ο Μανίτσας μπήκε στον συνεταιρισμό) και από εκεί και μετά, απλώς κρατήσαμε την συνταγή μας καθαρή. Δεν πειράξαμε τίποτα, στις συναλλαγές μας με τον κόσμο ήμασταν εντάξει, γνωρίζαμε τις δυνάμεις μας και δεν θέλαμε να χρεωθούμε για να αναπτυχθούμε. Δεν αναπτυχθήκαμε πέραν της Ξάνθης, εκτός  από κάτι λίγα που δίναμε – και δίνουμε – έξω. Οι ποσότητες έξω είναι αμελητέες, όμως έρχεται πολύς κόσμος από εδώ και παίρνει για έξω (Ξανθιώτες, παλιοί φοιτητές που ήταν εδώ, στελέχη στην Βιομηχανική Περιοχή που ήρθαν από το ’84 και μετά κ.α.)

 

Το ούζο γενικά έχει τους φίλους του. Φυσικά αν μας παραγγείλει κάποιος εκτός Ξάνθης, τα στέλνουμε. Είναι μεγάλη τιμή αυτό για ένα μαγαζί.  Δεν είναι μόνον τα χρήματα σε ένα μαγαζί. Το να περάσει κάποιος τόσα καταστήματα και να έρθει στο δικό σου, είναι «παράσημο». Και δεν είναι μόνον αυτό. Αν δείτε και το μαγαζί της λιανικής δεν το πειράξαμε. Είναι όπως ήταν, με τα κλασικά του ράφια κλπ. Δεν κάναμε πολλά πράγματα. Όχι ότι δεν μπορούσαμε, αλλά δεν θέλαμε».

 

 

«ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΠΕΡΙΠΟΥ 16.000 – 20.000 ΛΙΤΡΑ – ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΣΑΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ – ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ 4Ης ΓΕΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΤΗΝ 5Η, Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ»

 

Αναφορικά με τις ποσότητες του ούζου «Λαβύρινθος» (2) που βγαίνουν, τις τιμές αλλά και τις γενιές που πέρασαν από την ποτοποιία μέχρι σήμερα, ο κ. Δήμου τονίζει ότι «βγαίνουν περίπου 16.000 – 20.000 λίτρα. Παλαιότερα είχαμε πολύ περισσότερα. Αναφορικά με τις τιμές, σε εμάς ο,τι είναι, είναι ο φόρος. Αρκεί να σκεφτείτε ότι από τα 7.80€ που το αγοράζει ο καταναλωτής, τα 5.08€ είναι φόρος (ο έμμεσος φόρος κατανάλωσης οινοπνεύματος και ο ΦΠΑ). Δεν κάναμε ανατιμήσεις. Μόνον όταν το κράτος ανεβάζει τους φόρους, ανεβάζουμε τις τιμές. Μπορώ να σας πω ότι η βαριά φορολογία μας έκανε «επιχειρηματίες» και μας έβαλε να σκεφτούμε. Αφού βάζει το κράτος, αν βάλουμε και εμείς, τι θα γίνει; Η τιμή του προϊόντος λοιπόν είναι σε μια μεσαία κατηγορία (ούτε φθηνό αλλά ούτε και από τα πολύ ακριβά). Και μην ξεχνάτε πως επειδή είμαστε μικρή επιχείρηση όλα μας τα εφόδια (από πρώτες ύλες έως και συσκευασία) τα αγοράζουμε πιο ακριβά σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τα μεταφορικά είναι πιο ακριβά, ενώ δεν έχουμε και τόσο σύγχρονα μηχανήματα, παρά εκείνα που είχαμε οπότε και αυτό μας επιβαρύνει κάπως. Αλλά από την στιγμή που το πουλάς, όλα αυτά καλύπτονται. Σήμερα η ποτοποιία βρίσκεται στην τέταρτη γενιά (ο προπάππους μου, ο παππούς μου, ο πατέρας μου και εγώ) και τώρα το θέλει και ο γιός μου. Εγώ ήθελα διακαώς να σπουδάσω τεχνολογία τροφίμων και αυτό έκανα κιόλας. Σπούδασα και γύρισα ξανά πίσω. Δεν είχαμε «τάσεις φυγής». Το ίδιο θέλει και ο μικρός ο γιός μου. Του είπα να το κοιτάξει και αν τον συμφέρει θα καθίσει. Πιστεύω όμως ότι θα συνεχίσει, γιατί βλέπω πως μόλις γυρίζει από τις διακοπές, έρχεται κατευθείαν στο μαγαζί. Λάβετε υπόψη ότι αυτό το κατάστημα λιανικής πώλησης που έχουμε και που παλαιότερα ήταν και χώρος παραγωγής, είναι εδώ από το 1890».

ΠΗΓΗ: THRAKI.COM.GR