ριθμ. Πρωτ. 257

 

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

 

Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,

 

Διατρέξαντες ἐν νηστείᾳ καί προσευχῇ τόν δόλιχον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς, φθάσαντες δέ τό σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς χαρᾶς τῆς λαμπροφόρου Ἐγέρσεως Αὐτοῦ.

Τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως ἀνήκει εἰς τόν πυρῆνα τῆς ταυτότητος τῶν Ὀρθοδόξων. Ἑορτάζομεν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον κατά τό Ἅγιον Πάσχα καί τήν πασχάλιον περίοδον, ἀλλά κάθε Κυριακήν καί εἰς κάθε Θείαν Λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ὁλόφωτος πανήγυρις. Ἡ χριστιανική ζωή εἰς ὅλας τάς πτυχάς της, εἰς τήν θείαν λατρείαν, εἰς τήν βιοτήν καί μαρτυρίαν μας ἐν τῷ κόσμῳ, ἔχει ἀναστάσιμον πνοήν, δονεῖται ἀπό τήν νίκην τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου καί ἀπό τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.

Ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται ἀφ᾿ ἑαυτοῦ νά διαχειρισθῇ τόν φόβον καί τό ἀναπόφευκτον τοῦ θανάτου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ζωῆς του καί ὄχι μόνον εἰς τό τέλος της. Ἡ αἴσθησις ὅτι ἡ ζωή του εἶναι «πορεία πρός τόν θάνατον», ἄνευ ἐλπίδος διαφυγῆς, δέν ὁδηγεῖ εἰς τόν ἐξανθρωπισμόν τῆς ἀναστροφῆς του καί εἰς ἐνίσχυσιν τῆς εὐθύνης καί τῆς μερίμνης του διά τό παρόν καί τό μέλλον. Μᾶλλον, ὁ ἄνθρωπος συρρικνώνεται, ἀποκόπτεται ἀπό τά οὐσιώδη τοῦ βίου, καταλήγει εἰς τόν κυνισμόν, τόν μηδενισμόν καί τήν ἀπόγνωσιν, εἰς τήν φενάκην τῆς ἀκωλύτου αὐτοπραγματώσεως καί εἰς τόν ἀχαρίτωτον εὐδαιμονισμόν τοῦ «φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Ἡ ἐπιστήμη, ἡ κοινωνική καί πολιτική δρᾶσις, ἡ οἰκονομική πρόοδος καί ἡ εὐημερία δέν δύνανται νά προσφέρουν διέξοδον. Ὅ,τι εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου φέρει τό στίγμα τοῦ θανάτου, δέν σώζει, ἀφοῦ καί αὐτό ἔχει ἀνάγκην σωτηρίας. Ὁ πόθος τῆς αἰωνιότητος δέν καλύπτεται μέ ἐπίγεια ἀγαθά, δέν ἱκανοποιεῖται μέ τήν παράτασιν τῆς ζωῆς μας καί μέ ὑποσχέσεις ψευδῶν παραδείσων.

Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει εἰς τόν σύγχρονον λογοκρατούμενον ἄνθρωπον τήν Ἀλήθειαν τοῦ σωτηριώδους Εὐαγγελίου τῆς Ἀναστάσεως. Δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, τό Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς ἀνάμνησις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλά βίωσις καί τῆς ἰδικῆς μας ἀναγεννήσεως ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι, πρόγευσις καί βεβαιότης τῆς ἐσχατολογικῆς πληρώσεως τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ πιστός γνωρίζει ὅτι ἡ ὑπαρξιακή πληρότης εἶναι δῶρον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἐν Χριστῷ, ἡ ζωή μας μεταμορφώνεται, μετατρέπεται εἰς πορείαν πρός τήν θέωσιν. Οἰ χριστιανοί διακρίνονται, κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον, ἀπό τούς «λοιπούς», τούς «μή ἔχοντας ἐλπίδα» (πρβλ. Α’ Θεσσ. δ’, 13). Ἐλπίζουν είς Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι, «ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν», «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν» (Ἀποκ. α’, 17 – 18).

 

 

Ἡ σωτήριος παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ζωήν μας καί ἡ ἐλπίς τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμέναι εἰς τήν χριστιανικήν ὕπαρξιν, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί πραγματώνεται ὡς δημιουργική καί μεταμορφωτική δύναμις ἐν τῷ κόσμῳ. Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖον, ὅτι πρίν ὁ νεωτερικός πολιτισμός κατανοήσῃ καί ἐγκαθιδρύσῃ τόν ἄνθρωπον ὡς δημιουργόν τῆς ἱστορίας, οἱ πιστοί ἐκλήθησαν νά καταστοῦν «Θεοῦ συνεργοί» (πρβλ. Α’ Κορ. γ’, 9). Ἀποτελεῖ πλήρη παρανόησιν τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί τοῦ κοινωνικοῦ καί φιλανθρώπου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὑποστηρίζηται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐσωστρεφής, ἀκοσμική καί ἀδιάφορος διά τήν ἱστορίαν καί τόν πολιτισμόν.

 

Ἱερώτατοι ἀδελφοί καί τέκνα ἀγαπητά,

 

Τό Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ μεγαλυτέρα ἑορτή καί πανήγυρις τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀνάστασις εἶναι ὅλη ἡ πίστις, σύνολος ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀνεξάντλητος πηγή, ἐκ τῆς ὁποίας ἀντλεῖ καί τρέφεται ἡ ἐσχατολογική ὁρμή τῆς ὀρθοδόξου βιοτῆς καί μαρτυρίας. Ἐν τῇ Ἀναστάσει καί ἐκ τῆς Ἀναστάσεως γνωρίζομεν οἱ πιστοί τόν αἰώνιον προορισμόν μας, ἀνακαλύπτομεν τό περιεχόμενον καί τήν κατεύθυνσιν τῆς ἀποστολῆς μας ἐν τῷ κόσμῳ, εὑρίσκομεν τό νόημα καί τήν ἀλήθειαν τῆς ἐλευθερίας μας. Ὁ κατελθών ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καί συντρίψας τάς πύλας τοῦ Ἅδου καί τό κράτος τοῦ θανάτου, ἀναδύεται ἐκ τοῦ τάφου ὡς ἐλευθερωτής τοῦ ἀνθρώπου καί ἁπάσης τῆς κτίσεως. Αὐτό τό δῶρον τῆς ἐλευθερίας καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχθῇ ἐλευθέρως, ἐντασσόμενος εἰς τήν «κοινότητα τῆς θεώσεως», τήν Ἐκκλησίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ ἐλευθερία εἶναι θεμέλιον, ὁδός καί προορισμός. Ἡ χριστοδώρητος ἐλευθερία βιοῦται καί ἐκφράζεται ὡς «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ» (πρβλ. Ἐφεσ. δ’, 15), ὡς γεγονός κοινωνίας καί ἀλληλεγγύης. «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί. μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. ε’, 13). Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «ὑπάρχομεν μέ τόν τρόπον τῆς Ἀναστάσεως», ἀφορῶντες εἰς τήν «κοινήν ἀνάστασιν» ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας.

Μέ αὐτάς τάς σκέψεις, δοξάζοντες ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ τόν Ἀναστάντα καί «ἀνατείλαντα πᾶσι τήν ζωήν» Κύριον, τόν Θεόν «μεθ᾿ ἡμῶν» καί «ὑπέρ ἡμῶν», τόν ἐπαγγειλάμενον ἔσεσθαι μεθ᾿ ἡμῶν μέχρι τερμάτων αἰῶνος, καί ἀναβοῶντες τόν πασχάλιον πανευφρόσυνον χαιρετισμόν «Χριστός Ἀνέστη!», δεόμεθα τοῦ πανδώρου Ποιητοῦ καί Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου, ὅπως καταυγάζῃ τήν ζωήν πάντων ἡμῶν διά τοῦ φωτός τῆς πανσωστικῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ καί χαρίζηται τοῖς πᾶσι χαράν πεπληρωμένην καί πάντα τά σωτήρια δωρήματα, ἵνα ὑμνῆται καί εὐλογῆται τό πανάγιον καί ὑπερουράνιον ὄνομα Αὐτοῦ.

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιθ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

 

 

 

 

 

 

 

———————————————-

Ἀναγνωσθήτω ἐπ᾿ ἐκκλησίας κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα, μετά τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον.

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ

ΕΠΙ Τῼ ΑΓΙΩι ΠΑΣΧΑ

 

 

ριθμ. Πρωτ. 257

 

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

 

Τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,

 

Διατρέξαντες εν νηστεία και προσευχή τον δόλιχον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρα-κοστής, φθάσαντες δε το σωτήριον πάθος Χριστού του Θεού, καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί της χαράς της λαμπροφόρου Εγέρσεως Αυτού.

Το βίωμα της Αναστάσεως ανήκει εις τον πυρήνα της ταυτότητος των Ορθοδόξων. Εορτάζομεν την Ανάστασιν του Κυρίου όχι μόνον κατά το Άγιον Πάσχα και την πασχάλιον περίοδον, αλλά κάθε Κυριακήν και εις κάθε Θείαν Λειτουργίαν, η οποία είναι πάντοτε ολόφωτος πανήγυρις. Η χριστιανική ζωή εις όλας τας πτυχάς της, εις την θείαν λατρείαν, εις την βιοτήν και μαρτυρίαν μας εν τω κόσμω, έχει αναστάσιμον πνοήν, δονείται από την νίκην του Αναστάντος Χριστού επί του θανάτου και από την προσδοκίαν της αιωνίου Βασιλείας Του.

Ο άνθρωπος δεν δύναται αφ  ἑαυτοῦ να διαχειρισθή τον φόβον και το αναπόφευκτον του θανάτου, ενώπιον του οποίου ευρίσκεται καθ  ὅλην την διάρκειαν της ζωής του και όχι μόνον εις το τέλος της. Η αίσθησις ότι η ζωή του είναι «πορεία προς τον θάνατον», άνευ ελπίδος διαφυγής, δεν οδηγεί εις τον εξανθρωπισμόν της αναστροφής του και εις ενίσχυσιν της ευθύνης και της μερίμνης του δια το παρόν και το μέλλον. Μάλλον, ο άνθρωπος συρρικνώνεται, αποκόπτεται από τα ουσιώδη του βίου, καταλήγει εις τον κυνισμόν, τον μηδενισμόν και την απόγνωσιν, εις την φενάκην της ακωλύτου αυτοπραγματώσεως και εις τον αχαρίτωτον ευδαιμονισμόν του «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Η επιστήμη, η κοινωνική και πολιτική δράσις, η οικονομική πρόοδος και η ευημερία δεν δύνανται να προσφέρουν διέξοδον. Ο,τι είναι δημιούργημα του ανθρώπου φέρει το στίγμα του θανάτου, δεν σώζει, αφού και αυτό έχει ανάγκην σωτηρίας. Ο πόθος της αιωνιότητος δεν καλύπτεται με επίγεια αγαθά, δεν ικανοποιείται με την παράτασιν της ζωής μας και με υποσχέσεις ψευδών παραδείσων.

Η Ορθοδοξία προσφέρει εις τον σύγχρονον λογοκρατούμενον άνθρωπον την Αλήθειαν του σωτηριώδους Ευαγγελίου της Αναστάσεως. Δι  ἡμᾶς τους Ορθοδόξους, το Πάσχα δεν είναι απλώς ανάμνησις της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά βίωσις και της ιδικής μας αναγεννήσεως εν Χριστώ Αναστάντι, πρόγευσις και βεβαιότης της εσχατολογικής πληρώσεως της θείας Οικονομίας. Ο πιστός γνωρίζει ότι η υπαρξιακή πληρότης είναι δώρον της χάριτος του Θεού. Εν Χριστώ, η ζωή μας μεταμορφώνεται, μετατρέπεται εις πορείαν προς την θέωσιν. Οι χριστιανοί διακρίνονται, κατά τον Απόστολον Παύλον, από τους «λοιπούς», τους «μη έχοντας ελπίδα» (πρβλ. Α’ Θεσσ. δ’, 13). Ελπίζουν εις Χριστόν, ο οποίος είναι, «η ζωή και η Ανάστασις ημών», «ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζων» (Αποκ. α’, 17 – 18).

 

 

Η σωτήριος παρουσία του Χριστού εις την ζωήν μας και η ελπίς της επουρανίου Βασιλείας είναι αρρήκτως συνδεδεμέναι εις την χριστιανικήν ύπαρξιν, η οποία ενεργεί και πραγματώνεται ως δημιουργική και μεταμορφωτική δύναμις εν τω κόσμω. Δεν είναι καθόλου τυχαίον, ότι πριν ο νεωτερικός πολιτισμός κατανοήση και εγκαθιδρύση τον άνθρωπον ως δημιουργόν της ιστορίας, οι πιστοί εκλήθησαν να καταστούν «Θεού συνεργοί» (πρβλ. Α’ Κορ. γ’, 9). Αποτελεί πλήρη παρανόησιν της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και του κοινωνικού και φιλανθρώπου έργου της Εκκλησίας, όταν υποστηρίζηται ότι η Ορθοδοξία είναι εσωστρεφής, ακοσμική και αδιάφορος δια την ιστορίαν και τον πολιτισμόν.

 

Ιερώτατοι αδελφοί και τέκνα αγαπητά,

 

Το Πάσχα δεν είναι απλώς η μεγαλυτέρα εορτή και πανήγυρις των Ορθοδόξων. Ανάστασις είναι όλη η πίστις, σύνολος η εκκλησιαστική ζωή, ολόκληρος ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας, η ανεξάντλητος πηγή, εκ της οποίας αντλεί και τρέφεται η εσχατολογική ορμή της ορθοδόξου βιοτής και μαρτυρίας. Εν τη Αναστάσει και εκ της Αναστάσεως γνωρίζομεν οι πιστοί τον αιώνιον προορισμόν μας, ανακαλύπτομεν το περιεχόμενον και την κατεύθυνσιν της αποστολής μας εν τω κόσμω, ευρίσκομεν το νόημα και την αλήθειαν της ελευθερίας μας. Ο κατελθών εν τοις κατωτάτοις της γης και συντρίψας τας πύλας του Άδου και το κράτος του θανάτου, αναδύεται εκ του τάφου ως ελευθερωτής του ανθρώπου και απάσης της κτίσεως. Αυτό το δώρον της ελευθερίας καλείται ο άνθρωπος να αποδεχθή ελευθέρως, εντασσόμενος εις την «κοινότητα της θεώσεως», την Εκκλησίαν, εν τη οποία η ελευθερία είναι θεμέλιον, οδός και προορισμός. Η χριστοδώρητος ελευθερία βιούται και εκφράζεται ως «αληθεύειν εν αγάπη» (πρβλ. Εφεσ. δ’, 15), ως γεγονός κοινωνίας και αλληλεγγύης. «Υμείς γαρ επ  ἐλευθερίᾳ εκλήθητε, αδελφοί. μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις» (Γαλ. ε’, 13). Εν τη Εκκλησία «υπάρχομεν με τον τρόπον της Αναστάσεως», αφορώντες εις την «κοινήν ανάστασιν» εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας.

Με αυτάς τας σκέψεις, δοξάζοντες εν καθαρά καρδία τον Αναστάντα και «ανατείλαντα πάσι την ζωήν» Κύριον, τον Θεόν «μεθ  ἡμῶν» και «υπέρ ημών», τον επαγγειλάμενον έσεσθαι μεθ  ἡμῶν μέχρι τερμάτων αιώνος, και αναβοώντες τον πασχάλιον πανευφρόσυνον χαιρετισμόν «Χριστός Ανέστη!», δεόμεθα του πανδώρου Ποιητού και Λυτρωτού του κόσμου, όπως καταυγάζη την ζωήν πάντων ημών δια του φωτός της πανσωστικής Αναστάσεως Αυτού και χαρίζηται τοις πάσι χαράν πεπληρωμένην και πάντα τα σωτήρια δωρήματα, ίνα υμνήται και ευλογήται το πανάγιον και υπερουράνιον όνομα Αυτού.

 

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιθ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

 

Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 218η

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2019 

 

Πρὸς τὸν Ἱερὸ Κλῆρο καὶ τὸν εὐσεβῆ Λαὸ

τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

 

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

‘’Δεύτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάσαντα ἐκ νεκρῶν’’ ἀκοῦμε νά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στήν πανυχίδα τοῦ Πάσχα σήμερα.

Καί καθώς πολλοί συνωστιζόμαστε μπροστά στήν Ὡραία Πύλη τοῦ ναοῦ γιά νά ἀνάψουμε τήν λαμπάδα μας, ἀπό τήν λαμπάδα τοῦ ἱερέως, μοιάζουμε νά ἐξαντλοῦμε ἐκεῖ ὅλη τήν συμμετοχή μας στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.

Ἡ πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι γιά νά λάβουμε ἁπλῶς φῶς, πού μπορεῖ μέ μιά πνοή ἀνέμου νά σβήσει. Ἡ πρόσκληση μιλάει γιά ἀνέσπερο φῶς, πού δέν δύει, πού δέν ἐξαφανίζεται ποτέ, ὅσο καί ἄν λυσσομανοῦν οἱ ἄνεμοι τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀμφισβήτησης.

Ψιλά γράμματα θά ποῦν πολλοί, ὅσοι σπεύδουν νά ἐγκαταλείψουν τόν Ναό μέ τό πρῶτο ‘’Χριστός Ἀνέστη’’ γιά νά φάνε, νά γλεντήσουν, νά κοιμηθοῦν νωρίς, χωρίς νά κατανοοῦν τό μήνυμα τῆς μεγαλύτερης γιορτῆς τῆς χριστιανοσύνης, ἀδικῶντας πρῶτα τούς ἑαυτούς τους.

Στήν ἀναστάσιμη θεία λειτουργία ἡ Εὐαγγελική περικοπή ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη δέν ἔχει καμία ἀναφορά στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά περισσότερο στή γέννηση του Χριστοῦ.

Ἡ εὐαγγελική περικοπή κάνει λόγο γιά φῶς πού ἦλθε στόν κόσμο καί ὅπως χρειαζόμαστε τό φῶς γιά νά ζήσουμε μέσα σ’ αὐτό, ἀντιλαμβανόμενοι τόν γύρω κόσμο, ἔτσι καί ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στόν κόσμο.

Χωρίς αὐτόν τόν φωτισμό δέν μποροῦμε νά βιώσουμε, νά ψηλαφίσουμε, νά κατανοήσουμε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Στήν ἀναστάσιμη Εὐαγγελική περικοπή γίνεται ἀναφορά καί στήν δημιουργία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Τέκνα τοῦ Θεοῦ ἔγιναν καί γίνονται διαχρονικά, ὅσοι ‘’ἔλαβον Αὐτόν’’, δηλαδή ὅσοι τόν ἐγκολπώθηκαν καί τόν ἀποδέχθηκαν  ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή.

 

 

 

 

 

 

Πολλοί σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας πολέμησαν τόν Χριστό, ἀλλά καί πολλοί εἶχαν καλή γνώμη καί τόν χαρακτήρισαν ‘’μεγάλο μύστη’’, ‘’κοινωνικό ἐπαναστάτη’’, ‘’κοινωνικό ἀναμορφωτή’’, ‘’ἐνσάρκωση τῆς ἀγάπης’’. Κατ΄ ἄνθρωπο φαινομενικά τῶν τιμοῦν, ἀλλά τόν ἀποψιλώνουν καί τοῦ ἀποστεροῦν τήν μοναδική Του ἰδιότητα, αὐτή τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία ἀπόψε μᾶς καλεῖ νά ξεκαθαρίσουμε τήν πίστη μας στόν Χριστό, ὡς Μονογενή Υἱό τοῦ Θεοῦ, τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο.

Ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκ πνεύματος Ἁγίου καί τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Κήρυξε τήν ἀγάπη, θαυματούργησε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε.

Δέν ἀκολουθοῦμε ἕναν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἔστω καί μεγάλο ἡγέτη. Ἀκολουθοῦμε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί αὐτό καλούμεθα νά συνειδητοποιήσουμε τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, γιατί ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς θεότητάς Του.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, τό κέντρο τῆς ζωῆς μας, τῆς θεολογίας μας, τῆς λατρείας μας.

‘’Εἰ Χριστός οὐκ ἐγείγερται ματαία ἡ πίστης ἡμῶν’’ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ὅσοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ ἤ τουλάχιστον ἀγωνιζόμαστε νά γίνουμε, κατανοοῦμε ἀπόψε, ὅτι ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί κατέλυσε τόν θάνατο, μᾶς προετοίμασε τόν ἴδιο δρόμο τῆς ἀναστάσεως μέσα στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας Του.

Γι’ αὐτό ἀκούσαμε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο στόν κατηχητικό του Λόγο νά λέει ‘’Ἀνέστη Χριστός καί οὐδείς ἐν τοῖς μνήμασι’’.

Καί ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ χαρά, τό πανηγύρι, τό παραδοσιακό γλέντι, τό ἐπίσημο τραπέζι, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος διψάει γιά ζωή καί αὐτή τήν αἰώνια ζωή μᾶς χαρίζει ὁ Ἀναστάς Κύριος.

Χριστός Ἀνέστη ἀδελφοί  

 

Διάπυρος πρὸς τὸν Ἀναστάντα Κύριον εὐχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ο ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 218η

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2019 

 

Προς τον Ιερό Κλήρο και τον ευσεβή Λαό

της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως

 

Αδελφοί μου αγαπητοί,

‘’Δευτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάσαντα εκ νεκρών’’ ακούμε να ψάλλει η Εκκλησία στην πανυχίδα του Πάσχα σήμερα.

Και καθώς πολλοί συνωστιζόμαστε μπροστά στην Ωραία Πύλη του ναού για να ανάψουμε την λαμπάδα μας, από την λαμπάδα του ιερέως, μοιάζουμε να εξαντλούμε εκεί όλη την συμμετοχή μας στο γεγονός της Αναστάσεως.

Η πρόσκληση της Εκκλησίας δεν είναι για να λάβουμε απλώς φως, που μπορεί με μια πνοή ανέμου να σβήσει. Η πρόσκληση μιλάει για ανέσπερο φως, που δεν δύει, που δεν εξαφανίζεται ποτέ, όσο και αν λυσσομανούν οι άνεμοι της απιστίας και της αμφισβήτησης.

Ψιλά γράμματα θα πουν πολλοί, όσοι σπεύδουν να εγκαταλείψουν τον Ναό με το πρώτο ‘’Χριστος Ανέστη’’ για να φάνε, να γλεντήσουν, να κοιμηθούν νωρίς, χωρίς να κατανοούν το μήνυμα της μεγαλύτερης γιορτής της χριστιανοσύνης, αδικώντας πρώτα τους εαυτούς τους.

Στην αναστάσιμη θεία λειτουργία η Ευαγγελική περικοπή από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη δεν έχει καμία αναφορά στο γεγονός της Αναστάσεως, αλλά περισσότερο στη γέννηση του Χριστού.

Η ευαγγελική περικοπή κάνει λόγο για φως που ήλθε στον κόσμο και όπως χρειαζόμαστε το φως για να ζήσουμε μέσα σ’ αυτό, αντιλαμβανόμενοι τον γύρω κόσμο, έτσι και ο Χριστός είναι το φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο.

Χωρίς αυτόν τον φωτισμό δεν μπορούμε να βιώσουμε, να ψηλαφίσουμε, να κατανοήσουμε το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού.

Στην αναστάσιμη Ευαγγελική περικοπή γίνεται αναφορά και στην δημιουργία των τέκνων του Θεού. Τέκνα του Θεού έγιναν και γίνονται διαχρονικά, όσοι ‘’έλαβον Αυτόν’’, δηλαδή όσοι τον εγκολπώθηκαν και τον αποδέχθηκαν  ως Σωτήρα και Λυτρωτή.

 

 

 

 

 

 

Πολλοί σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας πολέμησαν τον Χριστό, αλλά και πολλοί είχαν καλή γνώμη και τον χαρακτήρισαν ‘’μεγάλο μύστη’’, ‘’κοινωνικό επαναστάτη’’, ‘’κοινωνικό αναμορφωτή’’, ‘’ενσάρκωση της αγάπης’’. Κατ  ἄνθρωπο φαινομενικά των τιμούν, αλλά τον αποψιλώνουν και του αποστερούν την μοναδική Του ιδιότητα, αυτή του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού.

Η Εκκλησία απόψε μας καλεί να ξεκαθαρίσουμε την πίστη μας στον Χριστό, ως Μονογενή Υιό του Θεού, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο.

Έλαβε την ανθρώπινη φύση εκ πνεύματος Αγίου και της αειπαρθένου Μαρίας. Κήρυξε την αγάπη, θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε.

Δεν ακολουθούμε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, έστω και μεγάλο ηγέτη. Ακολουθούμε τον Υιό του Θεού και αυτό καλούμεθα να συνειδητοποιήσουμε το βράδυ της Αναστάσεως, γιατί η Ανάσταση είναι η βεβαίωση της θεότητάς Του.

Η Ανάσταση του Χριστού είναι το θεμέλιο της πίστεώς μας, το κέντρο της ζωής μας, της θεολογίας μας, της λατρείας μας.

‘’Ει Χριστός ουκ εγείγερται ματαία η πίστης ημών’’ γράφει ο Απόστολος Παύλος.

Όσοι είμαστε παιδιά του Θεού η τουλάχιστον αγωνιζόμαστε να γίνουμε, κατανοούμε απόψε, ότι εφ’ όσον αναστήθηκε ο Χριστός και κατέλυσε τον θάνατο, μας προετοίμασε τον ίδιο δρόμο της αναστάσεως μέσα στο ανέσπερο φως της Βασιλείας Του.

Γι’ αυτό ακούσαμε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον κατηχητικό του Λόγο να λέει ‘’Ανεστη Χριστός και ουδείς εν τοις μνήμασι’’.

Και έτσι δικαιολογείται η χαρά, το πανηγύρι, το παραδοσιακό γλέντι, το επίσημο τραπέζι, αφού ο άνθρωπος διψάει για ζωή και αυτή την αιώνια ζωή μας χαρίζει ο Αναστάς Κύριος.

Χριστός Ανέστη αδελφοί  

 

Διάπυρος προς τον Αναστάντα Κύριον ευχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ο ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ