Του Γιάννη Ανδρουλάκη*

Η Εκκλησία είναι θεσμός πανάρχαιος και διαχρονικός. Η Διοικούσα Εκκλησία, δηλαδή η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας και όχι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, είναι ο θεματοφύλακας των κανόνων και των παραδόσεων του πλέον ανθεκτικού θεσμού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία να είναι πρωθυπουργός της χώρας ο κ. Τσίπρας, ο πρωθυπουργός με το μεγαλύτερο έλλειμμα θεσμικής παιδείας που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Απέναντι στον θεσμικά απαίδευτο πρωθυπουργό, που επιχείρησε να συνδιαλεχθεί και να προσυμφωνήσει με την εκκλησία μη γνωρίζοντας ή μη αντιλαμβανόμενος το ιστορικό και κανονιστικό πλαίσιο του αντισυμβαλλόμενου μέρους, βρέθηκε ο κ. Ιερώνυμος, ο οποίος παρέκαμψε την βασική αρχή του συνοδικού συστήματος διοίκησης της Εκκλησίας, που είναι και ο πυρήνας του πολιτεύματός της και συμπεριφέρθηκε ως αρχηγός και Κεφαλή της Ελλαδικής Εκκλησίας ενώ δεν είναι, όπως και κανένας άλλος αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπήρξε ποτέ. Ο ένας δεν ήξερε και ο άλλος έκανε ότι δεν ήξερε.

Από αυτήν την συνάντηση λοιπόν προέκυψε «προσυμφωνία». Και η επιπολαιότητα αμφοτέρων οδήγησε στην δημόσια και πανηγυρική ανακοίνωσή της. Ο πρωθυπουργός ήταν πανευτυχής διότι υποτίθεται ότι έλυνε το ζήτημα του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας και παράλληλα έβρισκε δημοσιονομικό χώρο για να κάνει προσλήψεις στο δημόσιο, ο δε Αρχιεπίσκοπος από την πλευρά του κράδαινε ως τρόπαιο από την διαπραγμάτευση την εξακολούθηση της κάλυψης από το κράτος της μισθοδοσίας του κλήρου. Ο τελευταίος μάλιστα ελέγχεται και ως πρόθυμος να διευκολύνει πολιτικά τον κ.Τσίπρα, να διευρύνει την πολιτική του εμβέλεια στους πιστούς χριστιανούς και ταυτόχρονα να τον βοηθήσει να παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη ως ο προοδευτικός υπερήρωας που οδήγησε αναίμακτα στο διαζύγιο εκκλησίας-κράτους.

Η ζωή όμως έχει συνήθως μεγαλύτερη φαντασία από τους πρωταγωνιστές της. Τον Ιερώνυμο τον ανακάλεσε στην τάξη η Ιερά Σύνοδος και, ασχέτως της ουσίας κάθε επιμέρους ζητήματος της προσυμφωνίας, πολύ καλά έκανε αφού αυτά δεν γίνονται έτσι και πάντως σίγουρα δεν γίνονται έτσι όταν συνδιαλέγεται η Εκκλησία με την Πολιτεία. Σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση στο παρελθόν προηγείτο εξαντλητική συζήτηση στο εσωτερικό της, από μηδενική βάση, και η πρόταση ή η τελική κατεύθυνση συνδιαμορφωνόταν σε κείμενο στο τέλος, ως επιστέγασμα μία πολυτελούς δημοκρατικής διαδικασίας, πράγμα που δεν συνέβη την στιγμή που συζητιόταν το σημαντικότερο ζήτημα, αυτό της συνολικής αναθεώρησης των σχέσεών της με το κράτος.

Ο πρωθυπουργός από την πλευρά του, ανενδοίαστα και τυχοδιωκτικά, θέτει σε εφαρμογή το «plan B»: Η κυβέρνηση θα προχωρήσει μονομερώς και θα συμπεριλάβει στην πρόταση αναθεώρησης τα προσυμφωνηθέντα. Και όλο αυτό, μόνο και μόνο για να γίνεται ντόρος, για να επανακτήσει το αριστερό-αντικληρικαλιστικό κοινό, να έχει τέλος πάντων κάτι να «αφηγείται» μέχρι τις επόμενες εκλογές, που τον περιμένει το πικρό ποτήρι της εκλογικής συντριβής. Του είναι αδιάφορο εάν οδηγεί σε νέα άγονη διχόνοια την ελληνική κοινωνία. Άλλωστε την ίδια επιπολαιότητα επέδειξε και στον χειρισμό του μακεδονικού. Πολιτεύεται χωρίς αρχές και είναι ξεκάθαρο ότι προετοιμάζεται για τον ρόλο που του ταιριάζει: αυτόν της αποδομητικής αντιπολίτευσης.

* Ο Γιάννης Ανδρουλάκης είναι δικηγόρος και γραμματέας Κ.Ε. Δράσης.