Του Γιώργου Ευγενίδη

Η υπόθεση που εξελίσσεται στη βόρεια Ελλάδα, με την εμπλοκή του ρωσικού παράγοντα, προκειμένου να τροφοδοτηθούν οι αντιδράσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι πράγματι εξαιρετικά σοβαρή. Άλλωστε, παραδοσιακά τα Βαλκάνια, ένας γεωγραφικός χώρος ιδιαίτερος, ετερόκλητος και με έντονες διαφοροποιήσεις, αποτελούσε πάντοτε πεδίο ανταγωνισμού για τις ΗΠΑ-και το ΝΑΤΟ κατ” επέκταση-και της Ρωσίας που επεδίωκε να αποκαταστήσει τις σχέσεις που είχε η τότε Σοβιετική Ένωση με τις χώρες που προέκυψαν από την κατάρρευση της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας.

Η ιστορία, συνεπώς, δεν είναι ένα ακόμα προϊόν συνωμοσιολογίας. Αλλά η πολιτική της διαχείριση εγκυμονεί κινδύνους. Για παράδειγμα, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της διάλυσης του ελληνορωσικού διαύλου. Πάντα, η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε και «πάτημα» στη Μόσχα, άσχετα αν η κατεύθυνση ήταν τα τελευταία χρόνια φιλοδυτική-και ορθά!. Αυτό η κυβέρνηση μοιάζει να το έχει αντιληφθεί και να έχει επιστρατεύσει μια λογική διαχείρισης της κρίσης, ώστε να μην μεταβληθεί σε θρυαλλίδα διάλυσης των διμερών σχέσεων με τη Μόσχα.

Από εκεί και πέρα, όμως, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και ο Ζάεφ κινδυνεύουν να κάνουν ένα σημαντικό λάθος: να θεωρήσουν ότι τα συλλαλητήρια που έγιναν τους προηγούμενους μήνες ήταν προϊόν ρωσικής επιρροής και όσοι διαμαρτύρονται ενεργά κατά της συμφωνίας είναι ενισχυμένοι με ρωσικά ρούβλια. Ας αφήσουμε έξω, βέβαια, τον Ζάεφ, γιατί αυτός έχει και να διαχειριστεί σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, ενώ και η εσωτερική πολιτική σκηνή της γείτονος δεν είναι και η πιο διαφανής στα χρονικά.

Στο εσωτερικό, όμως, η κυβέρνηση ήδη έκανε ένα λάθος, όταν πανικοβλήθηκε από τον όγκο των συλλαλητηρίων. Έσπευσε, σχεδόν, να χαρακτηρίσει ως «ακροδεξιούς» τους διαφωνούντες, χαρίζοντάς τους στη Χρυσή Αυγή και σε ακροδεξιούς σχηματισμούς. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα, όμως, και όσοι πήγαν ειδικά στο συλλαλητήριο της Αθήνας, μια διαμαρτυρία εξαιρετικά ογκώδη, εκ των ογκωδέστερων τα τελευταία χρόνια, δεν είχαν κατά βάση σχέση με την Ακροδεξιά.

Η κυβέρνηση αγνόησε το θυμικό των πολλών και αυτό θα της βγει σε κακό. Γιατί, παρά την αφέλεια ορισμένων κυβερνώντων να πιστεύουν ότι το Μακεδονικό θα ξεχαστεί, αντίθετα αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει και να παράγει πολιτικά αποτελέσματα και όλα εις βάρος της κυβέρνησης, η οποία θα καλείται διαρκώς να διαχειριστεί τόσο το πολιτικό κόστος από τη συμφωνία, όσο και από τα καπρίτσια των ΑΝΕΛ που καταρρέουν και ψάχνουν κλαδί να πιαστούν, προκειμένου να μην πέσουν στο βάραθρο.

Τώρα, πάλι, ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξαναγίνει το ίδιος λάθος, με αφορμή τα όσα έρχονται στο φως για την αδιαμφισβήτητη δράση του ρωσικού παράγοντα στη Βόρειο Ελλάδα: εκτός από Ακροδεξιοί, οι διαφωνούντες και διαμαρτυρόμενοι να χαρακτηριστούν από κυβερνητικούς κύκλους ως «αργυρώνητοι» υποκινούμενοι από συγκεκριμένους παράγοντες με επαφές στη Μόσχα.

Αυτή η νοοτροπία θα έχει, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, δύο αποτελέσματα. Ένα που δεν ενδιαφέρει το ευρύ κοινό και ένα συλλογικά επικίνδυνο. Το πρώτο έχει να κάνει με τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ από τη Λάρισα και πάνω που θα πάρουν την κατιούσα. Αυτό, όμως, είναι πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πραγματικά επικίνδυνο, όμως, είναι ο διχασμός και η πόλωση που παράγονται. Αυτά τα αναχώματα δεν θα είναι εύκολο να τα υπερβούμε την επόμενη μέρα, ούτε να χαμηλώσουμε τους τόνους τόσο εύκολα. Κάποιοι, βέβαια, αυτό επιλέγουν να μην το βλέπουν, επενδύοντας στην αποσαφήνιση δύο μετώπων. Κινδυνεύουν, όμως, να πέσουν οι ίδιοι στην παγίδα που στήνουν.