Είναι ένα θέμα που έχει αναλυθεί από το πρώτο δίμηνο της παρουσίας του στη Βαρκελώνη, ήταν εξαρχής απολύτως δικαιολογημένη η συντηρητική τακτική και η στρατηγική που χάραξε, και γι’ αυτούς τους λόγους ο Ερνέστο Βαλβέρδε έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση της ποδοσφαιρικής κοινωνίας της Βαρκελώνης παρ’ όλο που παρουσιάζει τη λιγότερο ψυχαγωγική έκδοση της Μπαρτσελόνα των τελευταίων ετών. Μοιάζει με σχήμα οξύμωρο να βγαίνει ωφελημένος ένας προπονητής που έχει παρουσιάσει μια λιγότερο θεαματική ομάδα σε ένα γήπεδο όπου έχουν συνηθίσει την τελευταία περίπου 15ετία να παρακολουθούν μόνο high end ποιότητας ποδοσφαιρικό θέαμα, αλλά στη στιγμή της σοκαριστικής αποχώρησης του Νέιμαρ και με δεδομένη την αδυναμία της διοίκησης να τον αντικαταστήσει επαρκώς, σε ένα έτσι κι αλλιώς φτωχό μεταγραφικό καλοκαίρι για την Μπάρτσα, ο Βαλβέρδε έμοιαζε να έχει μπροστά του ένα βουνό. Κι ήταν τέτοια η φθορά που υπέστη η Μπαρτσελόνα στα ματς του Σούπερ Καπ από την Ρεάλ, που οι insiders της Μπάρτσα είχαν αρχίσει να στοιχηματίζουν σχετικά με τον – μικρό – χρόνο ζωής του Ερνέστο στον πάγκο της. Περίπου πέντε μήνες μετά από εκείνες τις εφιαλτικές βραδιές, ο Βαλβέρδε βλέπει την Μπαρτσελόνα του να ζει 16 βαθμούς μακριά από την Ρεάλ και 9 βαθμούς μακριά από την 2η Ατλέτικο. Και τώρα, που παίρνει στα χέρια του τον Κουτίνιο και ξαναπήρε στα χέρια του τον Ντεμπελέ, με την άνεση που του δίνει η βαθμολογική διαφορά, ο Βαλβέρδε έχει το προνόμιο του χρόνου και τα εργαλεία για να συνθέσει μια έκδοση της Μπαρτσελόνα που θα παράξει πιο ψυχαγωγικό και επιθετικό ποδόσφαιρο. Εχει την ευκαιρία να πάψει να είναι “αδιάφορος” για την υψηλή κοινωνία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η οποία για την ώρα τον αντιλαμβάνεται ως έναν “άοσμο” προπονητή που δεν θα αφήσει το στίγμα του ως μάνατζερ της Μπαρτσελόνα και θα αποδειχθεί “ένας ακόμη Τάτα Μαρτίνο για την Μπάρτσα”, όπως μου έλεγε ένας Αγγλος συνάδελφός μου που εργάζεται ως ανταπροκριτής ευρωπαϊκών media από την Βαρκελώνη για να καταγράφει και να αναλύει τη ζωή της Μπαρτσελόνα. Στα δικά μας μάτια, δηλαδή στα μάτια των ποδοσφαιρόφιλων που έχουν εμπειρία παρακολούθησης της δουλειάς του στο επίπεδο του πρωταθλητισμού, ο Βαλβέρδε έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει τις αλλαγές και την εξέλιξη του αγωνιστικού σχεδίου του, και έχει αρχίσει να παίζει με τη γεωμετρία των σχηματισμών του, ειδικά στην φάση της επίθεσης, προκειμένου να παρουσιάσει μια πιο απρόβλεπτη και πιο παραγωγική έκδοση συγκριτικά με αυτή που βρήκε στη Βαρκελώνη όταν εκείνος έφτανε και ο Νέιμαρ αναχωρούσε. Το καταλαβαίνεις, σε λίγο η Μπάρτσα θα παίζει “ομορφότερα”, δηλαδή πιο επιθετικά.

Δεν είχε κάνει λίγα μέχρι σήμερα ο Βαλβέρδε. Καταρχήν κατάφερε να διαχειριστεί την κατάσταση μιας Μπαρτσελόνα που έμοιαζε σε απόγνωση μετά το σοκ της αποχώρησης του Νέιμαρ και συμπεριφερόταν, ως ομάδα, με εκνευρισμό στις στιγμές που ακολούθησαν τις δύο απανωτές ήττες στην καρδιά του Αυγούστου από την Ρεάλ. Στη συνέχεια κατάφερε να βρει άκρη με τον Λουίς Σουάρες και να τον αναγκάσει να υποτάξει τον εγωισμό του και να απαλλαγεί από τον εκνευρισμό που του δημιουργούσε η ζωή μακριά από το γκολ. Επειτα άρχισε να βρίσκει τον τρόπο για να συνεφέρει τον Πικέ, ο οποίος αρχικά έμοιαζε, ξανά, με πρώην ποδοσφαιριστή και σιγά σιγά μετατράπηκε στον εξαιρετικό ποδοσφαιριστή που θαυμάζουμε. Και ξαναεμφάνισε τον Ζόρντι Αλμπα που είχε εξαφανιστεί από το παιχνίδι της Μπαρτσελόνα στον τελευταίο καιρό του Λουίς Ενρίκε. Η μεγαλύτερη εισαγωγή του στο παιχνίδι της Μπάρτσα όμως ήταν η είσοδος του Παουλίνιο και ο τρόπος που τον χρησιμοποιεί. Ο Βαλβέρδε επένδυσε πάνω στην ικανότητα του Βραζιλιάνου μέσου να κινείται χωρίς την μπάλα σαν κεντρικός επιθετικός και κάπως έτσι έχει καταφέρει να πάρει 7, αρκετά εκ των οποίων ήταν σημαντικά, γκολ από έναν ποδοσφαιριστή που αμφισβητήθηκε πολύ το περασμένο καλοκαίρι αφενός επειδή ήταν άφαντος – στην Κίνα – την τελευταία διετία και αφετέρου επειδή κόστισε ακριβά. Και κοντά σε όλα αυτά ο Βαλβέρδε παρουσιάζει τον καλύτερο Τερ Στέγκεν που έχει δει ποτέ η Βαρκελώνη. Κοιτάζει κανείς την σχέση αποκρούσεων – γκολ που έχει φέτος (6,57 επεμβάσεις ανά γκολ) και συγκρίνει αυτή την επίδοση με την περσινή (2,97 αποκρούσεις ανά γκολ), κοιτάζει μετά και τα highlights με τις φετινές επεμβάσεις του και φτάνει στο συμπέρασμα ότι ο “φετινός” Γερμανός τερματοφύλακας μοιάζει να έχει κάνει ένα αδιανόητα αποτελεσματικό update στο λειτουργικό λογισμικό του.

Ολα τα παραπάνω βεβαίως δεν θα είχαν αποδειχθεί αρκετά για να ξεπεράσει η Μπάρτσα την κρίση του Αυγούστου και για να βαδίσει αποτελεσματικά στην πρώτη περίοδο ζωής χωρίς τον Νέιμαρ αν ο Βαλβέρδε δεν είχε καταφέρει να βρει την άκρη με τον Λίονελ Μέσι. Και η αποστολή αυτή απέκτησε, κατά την εξέλιξη του χρόνου, μεγαλύτερο συντελεστή δυσκολίας λόγω της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της συμφωνίας του Μέσι με τη διοίκηση για την επέκταση του συμβολαίου του. Ο Βαλβέρδε όμως κατάφερε να πείσει τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου ότι το αγωνιστικό του πλάνο θα μπορούσε να αποδειχθεί αποτελεσματικό, και – κυρίως αυτό – κατάφερε να τον καθησυχάσει σχετικά με την ελευθερία που θα συνέχιζε να απολαμβάνει στο παιχνίδι. Ο Μέσι είδε την Μπαρτσελόνα να αμύνεται αποτελεσματικά, πήρε επάνω του την ευθύνη να καλύψει το κενό του Νέιμαρ στην δημιουργία και την εκτέλεση, παρακινήθηκε από την πρόκληση του νέου συμβολαίου, στη συνέχεια ένιωσε καλά με το νέο συμβόλαιο και κάπως έτσι κατάφερε να φέρει τον εαυτό του σε top φόρμα, να πετύχει 16 γκολ και να οδηγήσει την Μπαρτσελόνα σε μια πορεία που έχει αρχίσει να μοιάζει με περίπατο στο ισπανικό πρωτάθλημα.

Η σύγκριση των στατιστικών επιδόσεων της φετινής Μπαρτσελόνα με την περσινή δεν αφήνει τον παρατηρητή με την ίδια αίσθηση που τον άφηναν μέχρι σήμερα οι αγώνες. Στα νούμερα η Μπαρτσελόνα δεν είναι τόσο φτωχότερη όσο νομίζει κάποιος που παρακολουθεί τα παιχνίδια της. Ναι, σκοράρει ελαφρώς λιγότερο (2,67 γκολ ανά ματς φέτος, 3,05 γκολ ανά ματς πέρσι) και δημιουργεί ελαφρώς μικρότερο αριθμό ευκαιριών ανά ματς (10,83 φέτος, 12,29 πέρσι), αλλά κατά τα άλλα διατηρεί όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της στην φάση κατοχής της μπάλας (559,94 πάσες ανά ματς φέτος, 519,32 πάσες ανά ματς πέρσι – 88% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις φέτος, 87% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις πέρσι) και σουτάρει περίπου με την ίδια συχνότητα (15,89 σουτ ανά ματς φέτος, 16,95 σουτ ανά ματς πέρσι). Χρειάζεται να κάνει μια βαθύτερη ανάγνωση των στατιστικών δεδομένων ο παρατηρητής για να επιβεβαιώσει την αίσθηση ότι παρακολουθεί μια πιο συντηρητική έκδοση της Μπαρτσελόνα. Να φτάσει δηλαδή μέχρι την διαπίστωση ότι φέτος κάνει 252,22 πάσες ανά ματς προς τα πίσω, ενώ πέρσι έκανε 226, να δει ότι έχει μειωθεί κατά ένα μέτρο το μέσο μήκος της πάσας και κάπως έτσι να επιβεβαιώσει την αίσθηση που έχει αποκτήσει, ως θεατής των αγώνων, ότι το παιχνίδι της έχει γίνει πιο προσεκτικό, πιο συντηρητικό. Στην στατιστική όμως δεν απεικονίζεται όλη αυτή η προσήλωση της Μπαρτσελόνα στην ανασταλτική της συμπεριφορά, η επιλογή του προπονητή να φέρνει τους ποδοσφαιριστές στο μεσαίο τρίτο του τερέν για να ξεκινήσουν από εκεί την άμυνά τους στα μεγάλα παιχνίδια. Και φυσικά η στατιστική δεν μπορεί εύκολα να μιλήσει για την αδυναμία της Μπαρτσελόνα να πάρει όλο το πλάτος του τερέν στη φάση της επίθεσης λόγω της απουσίας των εξτρέμ, μια αδυναμία που την είχε κάνει πιο προβλέψιμη και σίγουρα λιγότερο θεαματική. Αυτές οι αδυναμίες όμως άρχισαν ήδη να εξαφανίζονται, από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του Ντεμπελέ στο παιχνίδι. Απέναντι στη Λεβάντε ο Βαλβέρδε έβαλε τον Ντεμπελέ στο δεξί άκρο της επίθεσης και ανέβασε τον Ζόρντι Αλμπα στο αριστερό, κρατώντας πίσω του τον Ινιέστα για να τον στηρίξει, με συνέπεια η Μπαρτσελόνα να απλώσει το παιχνίδι της και να παράξει μεγάλο αριθμό επιθέσεων, στο πιο ψυχαγωγικό και λειτουργικό 90’λεπτό της στον καιρό του νέου προπονητή της.

Αυτό το τελευταίο δείγμα μπορεί να είναι και ένα σημάδι από τα “προσεχώς”. Με την προσθήκη του Κουτίνιο, οποίος του δίνει μια επιπλέον επιλογή για τα άκρα της επίθεσης αλλά και για την μεσαία γραμμή, και την επιστροφή του Ντεμπελέ ο Βαλβέρδε έχει την ευκαιρία να αναβαθμίσει το επιθετικό μέρος του αγωνιστικού πλάνου του. Ναι, θα έχει και περισσότερα “ζητήματα” να αντιμετωπίσει στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, θα αναγκαστεί να “κακοκαρδίσει” τον Ινιέστα, αν του φάει χώρο και χρόνο για να τον δώσει στον Κουτίνιο, αλλά ο 54χρονος προπονητής έχει μια σειρά από παραστάσεις που πείθουν σχετικά με την ικανότητά του στη διαχείριση των προσωπικοτήτων. Αν κάποιος κίνδυνος υπάρχει, είναι να συναντά ο Μέσι στο τερέν τον Κουτίνιο στο διάβα του. Αυτό θα είναι τεράστιο πρόβλημα, αλλά αποκλείεται να μην το έχει σκεφτεί αυτό ο προπονητής.

Οχι, το παρελθόν του Βαλβέρδε δεν σε αφήνει να πιστέψεις ότι στο μέλλον θα γίνει πιο επινοητικός σε ποδόσφαιρο συγκριτικά με τον Πεπ Γκουαρδιόλα, αλλά ο σημερινός προπονητής της Μπαρτσελόνα είναι ένας προπονητής που επηρεάζει πολύ το παιχνίδι της ομάδας του και έχει την ικανότητα να της αλλάζει τη γεωμετρία και να δημιουργεί εκπλήξεις και απρόβλεπτες καταστάσεις στην αντίπαλη άμυνα. Αν καταφέρει μια άμεση και ομαλή εισαγωγή του Κουτίνιο στο παιχνίδι, ο Βαλβέρδε θα παρουσιάσει μια πολύ ελκυστική Μπαρτσελόνα στο υπόλοιπο του ισπανικού πρωταθλήματος. Και αν ο Ντεμπελέ σηκώσει το βάρος της φανέλας, ο Βαλβέρδε θα έχει τα όπλα για να παρουσιάσει μια πολύ ανταγωνιστική Μπαρτσελόνα στα ματς με την Τσέλσι για το Champions League. Είναι πολύ νωρίς για ασφαλείς εκτιμήσεις, αλλά δεν είναι νωρίς για να διαπιστώσεις ότι χάρη στη δουλειά του ο Βαλβέρδε έχει ήδη βάλει τη βάση για να χτίσει τη δική του Μπαρτσελόνα και τελικά να μην παραμείνει “άοσμος” και να μην περάσει, ιστορικά, απαρατήρητος.

Πηγή: gazzetta.gr