Με διασφαλισμένη, επίσημα τουλάχιστον, την ενότητα της  ΝΔ στο συνέδριο του κόμματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρέφεται σ’ ένα αναγκαίο αλλά ακανθώδες ζήτημα. Τη  διεύρυνση του κόμματος του προς το κέντρο.

Γράφει ο Ανδρέας Κωνσταντάτος

Στο επιτελείο του, γνωρίζουν πως ο προεκλογικός αγώνας θα είναι έντονα πολωτικός και ιδιαίτερα σκληρός με έναν Αλέξη Τσίπρα που τα δίνει όλα και  χρησιμοποιεί όλα του τα «όπλα», προκειμένου να κλείσει την ψαλίδα και να παραμείνει στο παιχνίδι με υψηλά ποσοστά.

Αν κάποιος μιλήσει με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει ότι πολλά από αυτά εκτιμούν πως το κόμμα τους στο τέλος της προεκλογικής περιόδου θα είναι εκείνο που θα κόψει το νήμα. Ο σταδιακός περιορισμός της διαφοράς των δυο κομμάτων στις δημοσκοπήσεις των  τελευταίων μηνών, που οφείλεται στην αυξανόμενη συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, έχει αναπτερώσει τις ελπίδες των βουλευτών, που ψήφισαν τον προϋπολογισμό του 2018 μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.

Φαίνεται πως η πολιτική των μερισμάτων, των επιδομάτων, το κλείσιμο της αξιολόγησης και η προοπτική εξόδου από το τρίτο μνημόνιο έχει δημιουργήσει μια ευφορία σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε αρκετούς οπαδούς, που επέστρεψαν στο κόμμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, με αποτέλεσμα η συσπείρωση του να ξεπεράσει  το 50%.

Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα και με δεδομένο πως το πρόγραμμα των ελληνικών κυβερνήσεων θα κινείται και τα επόμενα χρόνια στην τροχιά που έχουν χαράξει οι   δανειστές, οι ελιγμοί που μπορεί να κάνει η αξιωματική αντιπολίτευση όσον αφορά στην κυβερνητική της πρόταση είναι ελάχιστοι.

Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε μεγάλο βαθμό «στα χωράφια» της, με αποτέλεσμα ακόμα και η πρότασή της για μείωση των φόρων να κινδυνεύει να υπερκεραστεί από τη σημερινή κυβέρνηση.

Αν και η ΝΔ θα μπορούσε να βγει «από τα αριστερά» στον ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στο θέμα της μείωσης  των συντάξεων, όσο και στην πολιτική των υπέρογκων πλεονασμάτων, για τα οποία έχει δεσμευτεί ο κ. Τσίπρας έως το 2022, ακόμα δεν έχει καταθέσει πρόταση για μια άλλη πολιτική.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει να αντιμετωπίσει όμως, μόνο την «εισβολή» του ΣΥΡΙΖΑ στα ιδεολογικά και πολιτικά «χωράφια» της κεντροδεξιάς παράταξης , αλλά και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος στο χώρο της κεντροαριστεράς, του «Κινήματος Αλλαγής», που δημιουργεί νέα δεδομένα στην κινητικότητα των ψηφοφόρων, την οποία παρακολουθούν  με μεγάλη προσοχή στην Πειραιώς.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το άνοιγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη σ’ αυτό το χώρο. Δεν είναι τυχαία η έκφραση βεβαιότητας του , προς την κα Φώφη Γεννηματά,  ότι «το Κίνημα Αλλαγής” θα συμβάλλει στην νέα πολιτική πραγματικότητα»,  ούτε αποτελούν απλή φιλοφρόνηση τα θερμότατα λόγια  που απηύθυνε στον Σταύρο Θεοδωράκη, λέγοντας μάλιστα πως «οι διαφορές ΝΔ και Ποταμιού είναι δυσδιάκριτες».

Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες

Οι δημοσκοπήσεις, πριν τη δημιουργία του νέου κόμματος στην κεντροαριστερά, έδειχναν ότι οι μισοί ψηφοφόροι του Ποταμιού έβλεπαν με καλό μάτι τη μετακίνησή τους στη ΝΔ. Μετά όμως τη δημιουργία του ενιαίου φορέα με το όνομα “Κίνημα Αλλαγής”, δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν πως αυτές οι διαρροές έχουν «φρενάρει».

Γι’ αυτό και η επίθεση φιλίας προς την κα Γεννηματά και τον κ. Θεοδωράκη γενικεύτηκε με πολλά «γαλάζια» στελέχη στο Συνέδριο  να «φλερτάρουν» το “Κίνημα Αλλαγής”, καθώς γνωρίζουν πως ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα και κυρίως η αυτοδυναμία, περνά μέσα από τη δεξαμενή των κεντρώων ψηφοφόρων, στους οποίους όμως προσβλέπει και η κα Γεννηματά.

Η «μάχη» γι’ αυτούς τους ψηφοφόρους θα ενταθεί το επόμενο διάστημα και  όσον αφορά στην κεντροαριστερά , το βάρος πέφτει στους ώμους της κας Γεννηματά, η οποία καλείται  να βάλει σαφείς διαχωριστικές γραμμές απέναντι στην ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, αν θέλει να διατηρήσει και να ενισχύσει  τη δυναμική που δίνουν στο νέο εγχείρημα οι δημοσκοπήσεις.

Δεν είναι όμως εύκολες οι συνθήκες, καθώς η επικεφαλής του “Κινήματος Αλλαγής” δεν έχει να αντιμετωπίσει  μόνο το «φλερτ» του κ  Μητσοτάκη, αλλά   και το «φλερτ» ορισμένων κορυφαίων στελεχών της με μια υπουργική θέση στην επομένη κυβέρνηση της ΝΔ, είτε υπάρξει αυτοδυναμία, είτε όχι. Τα στελέχη είναι γνωστά και οι, μεταξύ αυτών και της ΝΔ, πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές είναι δυσδιάκριτες.

Το γεγονός όμως ότι το «χαλί» για τη συνεργασία έχει στρωθεί, ότι υπάρχει μια καθόλα φιλική ατμόσφαιρα μεταξύ των δυο κομμάτων διευκολύνει το εγχείρημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για διεύρυνση του κόμματος του με «εισβολή» στο κέντρο.

Όλα όμως θα κριθούν από την αποτελεσματικότητα της αντιπολίτευσης του κ. Μητσοτάκη, αλλά και από τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει το νέο κόμμα της κεντροαριστεράς, με την κα Γεννηματά να αναζητά αναχώματα προς τα δεξιά, όχι μόνο για να συγκρατήσει τους ψηφοφόρους της αλλά και για να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.