Το τοπίο είναι θολό σε σχέση με την Ελλάδα και τα ανοιχτά θέματα όπου θα κληθεί εκ των πραγμάτων να πάρει θέση ο εκλεγμένος πρόεδρος τής Αμερικής Ντόναλντ Τράμπ.

Η ελληνική κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και όλος ο ελληνικός λαός, αγωνιούν για την επόμενη ημέρα σε σχέση με τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα και για τα οποία έχει λόγο και η αμερικανική διπλωματία.

Όλοι συμφωνούν ότι πλέον μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα νερά καθώς κανείς δεν γνωρίζει ποιες είναι οι προθέσεις του νέου Πλανητάρχη σε ό,τι αφορά τα γεωπολιτικά παιχνίδια στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, αλλά και ποιες είναι οι θέσεις του για το ελληνικό χρέος.

Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν σταδιακές αλλαγές στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα για σειρά θεμάτων, κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα την Αθήνα. Το σίγουρο είναι ότι η επίσκεψη Ομπάμα την επόμενη εβδομάδα δεν έχει κανένα ιδιαίτερο νόημα κυρίως σε ό,τι αφορά την υπόθεση του χρέους και της στάσης του ΔΝΤ. Ο απερχόμενος πρόεδρος δεν μπορεί να δεσμευτεί για τίποτε απολύτως και μάλλον το ταξίδι του στην Ελλάδα θα έχει εθιμοτυπικό χαρακτήρα ή τουλάχιστον μπορεί να συμβάλει στη διεθνοποίηση του επίσης μείζονος θέματος του προσφυγικού. Ο πρόεδρος Ομπάμα θα θελήσει να κλείσει τη θητεία του με μια κίνηση που θα συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος, ωστόσο, με τη νίκη Τραμπ είναι περιορισμένες οι δυνατότητές του.

Τα δεδομένα για την Ελλάδα είναι πλέον τα εξής:

Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης για το ελληνικό χρέος, οι Αμερικανοί όποτε χρειάστηκε πήραν θέση υπέρ της Ελλάδας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμμετείχε στο πρόγραμμα. Είναι άγνωστη πλέον η στάση που θα κρατήσει το «σύστημα Τραμπ», άλλωστε στην προεκλογική του εκστρατεία δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό. Σε κάποια ομιλία του, πάντως, είχε αφήσει αιχμές για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας κατηγορώντας τον Ομπάμα ότι θα οδηγήσει την αμερικανική οικονομία να… γίνει όπως της Ελλάδας.

Είναι δεδομένο ότι υπάρχει πρόβλημα στη συνεννόηση του νικητή των εκλογών με τους Ευρωπαίους και κυρίως με την Γερμανία. «Είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις» παραδέχθηκε στη Handelsblatt ο Γιούργκεν Χαρντ, συντονιστής της γερμανικής κυβέρνησης για τις διατλαντικές σχέσεις. «Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών έχει ελάχιστους συμβούλους με τους οποίους τα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσαν να έχουν επαφές και όλο το στενό του περιβάλλον αποτελείται από ανθρώπους που δεν προέρχονται από τον πολιτικό χώρο».  Μέχρι να υπάρξει ένας μίνιμουμ διάλογος ασφαλώς θα πάρει χρόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ελληνικό πρόβλημα.

Η Χίλαρι Κλίντον και γενικώς οι Δημοκρατικοί ήταν φιλικοί προς την Ελλάδα. Δεν είναι λίγες οι παρεμβάσεις του προέδρου Ομπάμα και υπουργών του να βρεθεί λύση με το ελληνικό χρέος ώστε να μη δημιουργηθεί νέα αναστάτωση στην παγκόσμια οικονομία. Ομπάμα και Κλίντον είχαν πάντα στην ατζέντα τους τα θέματα της ελληνικής οικονομίας, κάτι που προφανώς θα αλλάξει. Η πλευρά Τραμπ δεν ασχολήθηκε καθόλου με την Ελλάδα και μένει πλέον να δούμε ποια θα είναι η θέση της και η επίδρασή της στην πολιτική που θα ακολουθήσει το ΔΝΤ.

Η ελληνική κυβέρνηση είχε ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με την πλευρά των Δημοκρατικών. Στο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών δεν περίμεναν ότι ο Ντ. Τραμπ θα νικήσει και γι’ αυτό είχαν επενδύσει στην επίσκεψη Ομπάμα. Τώρα είναι εμφανής η αμηχανία καθώς περίμεναν καλά λόγια την επόμενη εβδομάδα, όμως, πλέον δεν θα έχουν τόση σημασία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν, τουλάχιστον φανερά, δίαυλοι επικοινωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ρεπουμπλικανούς.

Ακόμη και η πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αιφνιδιασμένη και προβληματισμένη. Παρά τις καλές σχέσεις της οικογένειας Μητσοτάκη με την οικογένεια Μπους, η τελευταία δεν τάχθηκε υπέρ του Ντ. Τραμπ, και αυτό έχει τη σημασία του. Σίγουρα η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται πιο κοντά στους Ρεπουμπλικανούς, όμως, ο νέος Πρόεδρος δεν είναι ο «κλασικός συντηρητικός πολιτικός». Είναι πιο ακραίος και σίγουρα εκτός πολλών από τις θέσεις που πρεσβεύει η Νέα Δημοκρατία.

Άγνωστες, προς το παρόν, είναι και οι επιπτώσεις που θα έχει η εκλογή Τραμπ στα ευρύτερα γεωστρατηγικά δεδομένα και βεβαίως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο νέος Πρόεδρος δεν έχει μιλήσει γι’ αυτά αν και όσοι γνωρίζουν από την αμερικανική διπλωματία λένε ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνος ανδρός αλλά υπάρχει ένα δομημένο σύστημα το οποίο λαμβάνει τις κρίσιμες αποφάσεις. Αν και ο Τραμπ χαρακτηρίζεται από τον αυθορμητισμό του και ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του προκαλεί τρόμο.

Αγωνία επικρατεί και σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό λόγω των ακραίων θέσεων του νέου προέδρου. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιμετωπίσει τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τις εμπόλεμες περιοχές προς την Τουρκία, την Ελλάδα και τελικά προς την Ευρώπη.

Για μια «νέα εποχή σκοταδισμού» σε περίπτωση νίκης Τραμπ, μιλά ο Jonathan Freedland στον Guardian. Ο βρετανός δημοσιογράφος επισημαίνει ότι ο Τραμπ ως πρόεδρος θα άλλαζε τις ζωές ανθρώπων εκτός των ΗΠΑ. «Ένας αμερικανός ηγέτης που πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια κινεζική απάτη, που πιστεύει ότι ύποπτοι για τρομοκρατία θα πρέπει να βασανίζονται και μέλη της οικογένειάς του να σκοτώνονται, που πιστεύει ότι η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να έχει πυρηνικά όπλα, που γοητεύεται από την πυρηνική δύναμη ‘καταστροφής’ και που επανειλημμένα ρωτά γιατί οι ΗΠΑ δεν την χρησιμοποιούν. Ένας άντρας που λέει ‘αγαπώ τον πόλεμο’. Ένας άντρας που θαυμάζει τον Βλαντιμίρ Πούτιν και που δεν σέβεται το NATO και αρνείται να υποσχεθεί ότι θα υπερασπιστεί ένα κράτος-μέλος σε περίπτωση επίθεση, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προσκαλεί τη Μόσχα να εισβάλει σε μία από τις βαλτικές χώρες, ένας τέτοιος άντρας θα μας βύθιζε όλους σε ένα σκοτεινό μέλλον. Το ότι δεν ζούμε στις ΗΠΑ, δεν θα μας προστατεύσει», γράφει ο Freedland.

Όπως εξηγεί, η υποψία προς τους μετανάστες, η ανησυχία για τους Μουσουλμάνους, η επιθυμία να υψωθούν τείχη και να ανατραπεί η κοινωνική πρόεδρος, όλα αυτά υπάρχουν και σήμερα. «Εάν ο Τραμπ νικήσει, θα έχουν την υποστήριξη του πιο ισχυρού γραφείου στον κόσμο. Για 8 χρόνια, ο Ομπάμα ήταν μια προειδοποιητική φωνή, που συμβουλεύει ενάντια στην αιφνιδιαστική στροφή προς την ξενοφοβία και τον απομονωτισμό. Εάν ο Τραμπ τον αντικαταστήσει, ο λευκός εθνικισμός θα έχει υπό τον έλεγχό του το ισχυρότερο μεγάφωνο του κόσμου. Οι ρατσιστές και οι φανατικοί όλου του κόσμου θα αισθανθούν δικαιωμένοι και θα κινητοποιηθούν».