Εδώ και μια εβδομάδα που άνοιξαν τα σχολεία ο Υπουργός Παιδείας και άλλα κυβερνητικά στελέχη διαφημίζουν τις «μεγάλες μεταρρυθμίσεις» στο χώρο της εκπαίδευσης, οι οποίες προέκυψαν δήθεν ύστερα από ειλικρινή και δημοκρατικό διάλογο.

Στις  «μεγάλες μεταρρυθμίσεις» συμπεριέλαβε ο κ. Υπουργός  και κάποιες  αλλαγές στη λειτουργία του Γυμνασίου, μεταξύ των οποίων και η μείωση κατά 3 ώρες των μαθημάτων του ωρολογίου προγράμματος.

Ο κος Υπουργός δημαγωγεί και μειώνει ώρες διδασκαλίας για να μειωθούν οι ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό οδηγώντας έτσι σε απαξίωση των μαθημάτων, των εκπαιδευτικών και του σχολείου.

Θύμα του «μεταρρυθμιστικού» οίστρου του κ. Φίλη αποτέλεσαν και οι βιωματικές δράσεις (projects) ό,τι πιο σύγχρονο είχε εισαχθεί στο Γυμνάσιο τα τελευταία χρόνια. Ακόμη μια τέτοια δράση ήταν και ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΣΕΠ), που πλέον  εξαφανίζεται και από το Γυμνάσιο, με ό τι αυτό συνεπάγεται για τις επιλογές των παιδιών που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση.

Οι άλλες «μεταρρυθμίσεις» αφορούν μια σειρά από αποσπασματικές ρυθμίσεις, όπως η καθιέρωση τετραμήνων αντί τριμήνων, η επανεξέταση των ανεξεταστέων τον Ιούνιο, ύστερα από «πρόγραμμα υποστηρικτικής διδασκαλίας 5-10 (!) ωρών, ο διαχωρισμός των μαθημάτων σε σημαντικά και λιγότερο σημαντικά  μαθήματα.

Για τέσσερα μαθήματα (Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, Μαθηματικά, Φυσική και Ιστορία) διατηρείται κανονικά η ανακεφαλαιωτική εξέταση στο τέλος του έτους. Τα υπόλοιπα, μεταξύ των οποίων η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, η Ξένη Γλώσσα και η Βιολογία, κατατάσσονται στη β΄ ή στη γ΄ ομάδα και απαξιώνονται πλήρως. Σε αυτά η τελική βαθμολογία θα προκύπτει μόνο από  τον βαθμό των τετραμήνων. Αλήθεια, έτσι θα εξασφάλιζε η Κυβέρνηση την γλωσσομάθεια σε όλα τα παιδιά ή τελικά αφήνει στην τύχη τους όσους δεν έχουν δυνατότητα να πηγαίνουν σε φροντιστήρια;

Η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση απαιτεί στρατηγικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό, με παρεμβάσεις στη δομή και τη διοίκηση της εκπαίδευσης, στα αναλυτικά προγράμματα, στο περιεχόμενο, στις μεθόδους διδασκαλίας, στην στήριξη και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Άναυδοι βλέπουμε άτακτες, σκόρπιες σκέψεις και την λογική της λιγότερης προσπάθειας  να γίνονται πολιτικές.

Η κυβέρνηση πλέον αποδέχθηκε ότι μπορεί να παρέχει στην εκπαίδευση μόνο τα απολύτως απαραίτητα, τα ελάχιστα. Το παρουσιάζει μάλιστα λαϊκίζοντας ότι το κάνει για να διευκολύνει τα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς. Η χώρα σήμερα δεν χρειάζεται πιο φτωχή εκπαίδευση. Χρειάζεται υψηλού επιπέδου εκπαίδευση για όλους ώστε οι νέα και οι νέοι  που τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση να έχουν ίσες ευκαιρίες.