Γιορτή της μητέρας

Είπαν του ήλιου «γιορτάζει η μάνα»
κι εκείνος βάλθηκε με φως τη γη να ντύνει.
Είπαν της θάλασσας «γιορτάζει η μάνα»
κι αμέσως έγινε η φουρτούνα γαλήνη.
Το ‘μαθαν τα πουλιά, «γιορτάζει η μάνα»
και το τραγούδι τους ξεχείλισε πλημμύρα.
Το ‘μαθαν τα άνθη, «γιορτάζει η μάνα»
και μοσχοβόλησε η πλάση χίλια μύρα.
Τ’ άκουσε η βροχή, αλλά δεν έκλαψε
δάκρυ δεν κάνει να κυλήσει αυτή τη μέρα.
Τ’ άκουσε ο ουρανός κι άνοιξε διάπλατα
πείτε ευχές, μύριες ευχές για τη μητέρα

                                                                                                         

       «Η Μάνα»,

     Γεώργιος Μαρτινέλλης

«Μάνα» κράζει το παιδάκι,
«Μάνα» ο νιος και «Μάνα» ο γέρος,
«Μάνα» ακούς σε κάθε μέρος,
α! τι όνομα γλυκό.

Τη χαρά σου και τη λύπη,
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα,
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ’ αψηφάει,
για το τέκνο π’ αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα,
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει,
μ’ ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια,
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ’ απανταίνει,
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει,
ο καημός είναι μεγάλος.
Σαν τη μάνα δεν είν’ άλλος,
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι’ όποιος μάνα πια δεν έχει,
«Μάνα» κράζει στ’ όνειρό του.
Πάντα «Μάνα» στον καημό του,
είν’ ο μόνος στεναγμός!

                                                                                                                    

  «Μάνα»,

 Γεράσιμος Μαρκοράς

Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Η ΜΑΝΟΥΛΑ
Στέλιος Σπεράντσας

 

Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!

Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!

Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!

ΤΑ ΑΤΑΚΤΑ ΧΕΡΑΚΙΑ
Στέλιος Σπεράντσας

 

«Άτακτα χεράκια των παιδιών,
όλα μου τα κάνετε άνω κάτω.
Παν΄τα σπίρτα πάλι απ’ το κουτί.
Χτες μου κομματιάσατε ένα πιάτο.

 

 

Κάπου μου τρυπώσ’ τε τα κλειδιά.
Πώς θ’ ανοίξω τώρα το συρτάρι;
Σήμερα η κούκλα η Μαργιορή
βρέθηκε κι αυτή χωρίς ποδάρι».

 

 

Τέτοια με παράπονο μιλεί,
πάντοτε η μαμά για τα χεράκια.
Μα ύστερα ξεχνά, χαμογελά,
γέρνει, τα γεμίζει με φιλάκια.

 

 

Ξέρει η μητερούλα, πως αυτά
κάποτε θα πάψουν ν’ ατακτούνε.
Ξέρει, πως τον κόπο της μαζί
τα χεράκια αυτά θα μοιραστούνε. 

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ιωάννης Πολέμης

Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,

σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Άγγελος Βλάχος

 

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.


– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

ΜΑΝΑ
Γεράσιμος Μαρκοράς

 

Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία
να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,

όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και Μάνα! κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ

Κική Δημουλά


Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

 

ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Στέλιος Σπεράντσας

Τη δουλειά τελειώσαμε
με καλή καρδιά.
Κλείστε τα βιβλία σας
τώρα πια, παιδιά!

Ώρα για το σπίτι μας,
ώρα ευλογημένη.
Το τραπέζι στρώθηκε
και μας περιμένει!

Πάμε στης μανούλας μας
τη ζεστή αγκαλιά.
Πάμε, για να πάρουμε
δυο γλυκά φιλιά!

Να της πούμε σήμερα
με χαρά μεγάλη,
πόσα ωραία μάθαμε
στο σχολειό μας πάλι!

Μητέρα

Μητέρα λέξη μαγική
πολύτιμο πετράδι
ένα στολίδι της ψυχής

και της ζωής το χάδι.

Του κόσμου ο ήλιος και το φως
που τις καρδιές φωτίζει
κι’ ένα φιλί της η ψυχή
μ’ αγάπη πλημμυρίζει.

Μητέρα λέξη όμορφη
γλυκιά ονειρεμένη
στις δυσκολίες της ζωής
μεγάλη αγαπημένη.

Τι πιο γλυκό και όμορφο
όταν φιλί σου δίνει
και δυνατό παυσίπονο
η ευχή της που σ’ αφήνει.

Το δάκρυ της πόσες φορές
δεν κύλησε με πόνο
και πόσους αναστεναγμούς
δεν άφησε στο χρόνο.

Πόσες φορές δεν έκλαψε
δεν πόνεσε η καρδιά της
δεν βρήκες καταφύγιο
μέσα στην αγκαλιά της.

Και ο χριστός μας στο σταυρό
είπε προτού πεθάνει
την Παναγιά μητέρα μου
πρόσεχε Ιωάννη.

 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η γιορτή της μητέρας ή ημέρα της μητέρας είναι κινητή εορτή προς τιμήν της μητέρας και της μητρότητας. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, γιορτάζεται την δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη.

Οι πρώτες αναφορές για Γιορτή της Μητέρας και της μητρότητας έρχονται από την αρχαία Ελλάδα.

Η μητέρα Γη (Γαία) σύζυγος του Ουρανού είναι η προσωποποίηση της φύσης, που γεννά όλο τον κόσμο και λατρεύεται σαν η υπέρτατη θεότητα. Η λατρεία περνά στη συνέχεια στην κόρη της, Ρέα, σύζυγο και αδερφή του Κρόνου. Η Ρέα λατρεύεται σαν η “Μητέρα των Θεών”, καθώς φαίνεται να είναι η πρώτη, που γέννησε με τοκετό και ανάθρεψε τα παιδιά της με μητρικό γάλα. Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τιμές στη Ρέα κάθε άνοιξη, καθώς ήταν και θεά της γης και της γονιμότητας.

Καθιερώθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικανικό κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.[1] Το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.[2]

Στην Ελλάδα η γιορτή της μητέρας συνδέθηκε με την εορτή της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου). Τότε η ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει την Παναγία με τον Ιωσήφ που πηγαίνουν τον 40ήμερο Ιησού στο Ναό για ευλογία. Να “σαραντίσει“, με σύγχρονη ορολογία. Μια κίνηση που ακόμα σήμερα κάνουν οι χριστιανές μητέρες (Σαραντισμός). Ο παράλληλος εορτασμός της μητέρας ξεκίνησε το 1929 με προφανή τον συμβολισμό. Όμως κατά την δεκαετία του 1960, ο εορτασμός ατόνησε και ενισχύθηκε η δυτικόφερτη συνήθεια εορτασμού της 2ης Κυριακής του Μαΐου. Η εκκλησία όμως επιμένει στην παλαιά ημέρα εορτασμού και διοργανώνει σχετικές εκδηλώσεις.