Γιατί ο Ερντογάν άφησε τους Έλληνες στρατιωτικούς

Το “γιατί” που θα δικαιολογήσει την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι όλο το προηγούμενο διάστημα χρησιμοποιήθηκαν ως εκβιασμός για τους 8 Τούρκους που βρίσκονται στην Ελλάδα, εξακολουθεί να αναζητείται.

Μάλιστα χθες έγινε γνωστό πως τουρκικό δικαστήριο αποφάσισε και την αποφυλάκιση του Τανέρ Κιλίτς, του τοπικού προέδρου της Διεθνούς Αμνηστίας, δήλωσε υψηλόβαθμος ερευνητής της Αμνηστίας, σε μία από τις πολλές υποθέσεις που έχουν προκαλέσει ανησυχία για τις επιδόσεις της Άγκυρας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο Κιλίτς βρισκόταν στη φυλακή έναν χρόνο με την κατηγορία της υποστήριξης προς τον ιερωμένο Φετουλάχ Γκιουλένπου ζει στις ΗΠΑ και τον οποίο η Άγκυρα κατηγορεί ότι βρίσκεται πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Ο Άντριου Γκάρντνερ της Αμνηστίας δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς πως ο Κιλίτς δεν έχει ακόμη αφεθεί ελεύθερος.

Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα πίεζε προς αυτή την κατεύθυνση: είχαν ενταθεί οι επαφές μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, γενικός γραμματέας υπουργείου Εξωτερικών, ελληνικές διπλωματικές και προξενικές Αρχές στην Τουρκία, Α/ΓΕΕΘΑ) προς την Τουρκία για την απελευθέρωση των δυο στρατιωτικών και αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις που είχε η παράνομη κράτησή τους.

Η δε ξεκάθαρη απάντηση του Αλέξη Τσίπρα και μάλιστα δημόσια πως η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται την ανταλλαγή που ο Τούρκος επιθυμούσε, πέρασε το μήνυμα πως όσο και να καθυστερούσε η Τουρκία δεν θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Μετά την συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ο πρωθυπουργός είχε ξεκαθαρίσει πως  «Στον Πρόεδρο Ερντογάν, έδωσα να καταλάβει ή ελπίζω τουλάχιστον, ότι το ζήτημα των οκτώ δεν μπορεί να συσχετίζεται με το ζήτημα των δύο. Είναι άλλο θέμα όταν κάποιος ζητά άσυλο και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες και βεβαίως υπεύθυνη για τις αποφάσεις είναι η ανεξάρτητη σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δικαιοσύνη και άλλο ζήτημα είναι αυτό που αφορά τη σύλληψη και την κράτηση δύο στρατιωτικών που κατά τη διάρκεια επιχείρησης ρουτίνας, που αφορά την επίβλεψη των συνόρων, πέρασαν κατά λάθος, κατά κάποια μέτρα στην άλλη πλευρά. Και εν τοιαύτη περιπτώσει αυτό που η ελληνική πλευρά ζητάει δεν είναι κάποια χάρη, αλλά να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Και βεβαίως εφόσον οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, που δεν έχουν διαπράξει, να οριστεί η προβλεπόμενη διαδικασία, να δικαστούν και εν πάση περιπτώσει να μπορέσουν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους».

«Είναι προφανές τόσο διά της δήλωσης του πρωθυπουργού όσο και εκ του αποτελέσματος τελικά, ότι για το ζήτημα αυτό η Ελλάδα ουδέποτε μπήκε σε παζάρια», σημειώνουν οι κυβερνητικές πηγές και προσθέτουν: «Τονίστηκε ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι για τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πραξικόπημα, ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τη δικαιοσύνη διαδικασίες. Την ίδια στιγμή που φυσικά, υποστηρίχτηκε σταθερά η θέση αρχών της χώρας μας ότι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα.

Η συσχέτιση αυτών με τους δύο στρατιωτικούς, δεν υπήρξε ποτέ ως επιλογή για την ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε μόνο από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σημαντικός παράγοντας στην επίλυση του ζητήματος κατά την παρούσα περίοδο είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις σχέσεις της με την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της (αποκατάσταση σχέσεων με Ολλανδία, συνάντηση με Μέρκελ, προσέγγιση Αυστρίας), σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση. Η Τουρκία προέβη σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζοντας ότι το ανωτέρω ζήτημα είχε – μετά από τις ανωτέρω ελληνικές ενέργειες – καταστεί καίριας σημασίας για την επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων».