Στόχοι των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων– Συμπεράσματα από τα Συνέδρια που έχουν πραγματοποιηθεί

Βρισκόμαστε στο έκτο κατά σειρά Περιφερειακό Αναπτυξιακό Συνέδριο για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση.

Έπειτα από κάθε Συνέδριο διαπιστώνουμε τα προβλήματα που έχει συσσωρεύσει η κρίση αλλά και τις μεγάλες δυνατότητες, καθώς και τους πλούσιους υλικούς και ανθρώπινους πόρους που κρύβουν οι Περιφέρειες της χώρας μας.

Έπειτα από κάθε Συνέδριο ενισχύεται η πεποίθησή μας ότι αν κινηθούμε με σχέδιο, αν αξιοποιήσουμε με τρόπο συντονισμένο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και κινητοποιήσουμε με τρόπο στοχευμένο τις δυνάμεις που κρύβει η κάθε Περιφέρεια, τότε μπορούμε να βγούμε από την κρίση και την κατάσταση χρεοκοπίας. Και όχι μόνο να βγούμε από την κρίση όπως-όπως, για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά να βγούμε από την κρίση θέτοντας ως κοινωνία φιλόδοξους συλλογικούς στόχους.

Διότι δεν αρκεί η μεγέθυνση της υπάρχουσας οικονομίας, αλλά πρέπει να έχουμε ως στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου υποδείγματος Δίκαιης και Βιώσιμης Ανάπτυξης. Με βάση το οποίο να διεκδικήσουμε μια αναβαθμισμένη θέση της οικονομίας μας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, που στην εποχή μας αλλάζει με τρόπο ανατρεπτικό. Να δημιουργήσουμε μια δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία ισότιμων πολιτών. Και μπορούμε να το πετύχουμε εάν βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα από την κρίση, εάν ξεκόψουμε οριστικά από τις παθογένειες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, τις λογικές του εύκολου κέρδους και των εύκολων λύσεων, εάν επενδύσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό, τη  γνώση και την έρευνα, εάν δείξουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις συλλογικές μας δυνατότητες και αξιοποιήσουμε με όρους κοινού συμφέροντος την πλεονεκτική γεωστρατηγική μας θέση.

 

Οικοδομώντας τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη

Όταν αρχίσαμε αυτά τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια, κάποιοι, κλεισμένοι σε γραφεία των Αθηνών, έκαναν λόγο για επικοινωνιακές φιέστες. Τα γεγονότα τους διέψευσαν. Η ανταπόκριση των Περιφερειών, των Δήμων, των φορέων της Αυτοδιοίκησης καθώς και των παραγωγικών φορέων δείχνει την ανάγκη για διάλογο και συνεργασία για το μέλλον των Περιφερειών και της χώρας. Τα Συνέδρια έδειξαν όχι μόνο την ανάγκη αυτή, αλλά αποκάλυψαν και μια ωρίμανση που φαίνεται να έχει συντελεστεί μέσα από τη δοκιμασία της κρίσης, μια συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο διάλογος και η συνεργασία που υπερβαίνει τις κομματικές περιχαρακώσεις είναι προϋπόθεση για να βγούμε από την κρίση, είναι όρος για την αντιμετώπιση ειδικότερα των προβλημάτων της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Και αυτό γιατί η αντιμετώπιση των προβλημάτων κατά κανόνα απαιτεί τη συνέργεια Δήμων, Περιφέρειας, κράτους, κοινωνίας. Όσο πιο εναρμονισμένη και συντονισμένη είναι η δράση όλων αυτών των φορέων και των ακόμη περισσότερων εποπτευόμενων Οργανισμών, τόσο πιο πιθανό είναι να επιτύχουμε θετικό αποτέλεσμα.

Αυτά ισχύουν παντού αλλά ιδιαίτερα σε μια περιοχή που, όπως η Θράκη, ο διάλογος, η ανοιχτή διαβούλευση και η βάση της ισονομίας είναι όρος συνοχής αλλά και προόδου της περιοχής. Και θα ήθελα στο σημείο αυτό να συμφωνήσω με την κοινή δήλωση των τεσσάρων Μητροπολιτών της περιοχής και την επισήμανση τους ότι «οπωσδήποτε είναι “λυτρωτικό” να διαβουλευόμαστε δημόσια, με τη γλώσσα της “αλήθειας που ελευθερώνει”, προκειμένου ο λαός μας να μην αισθάνεται “μοιραίος κι άβουλος” θεατής αποφάσεων, που υποπτεύεται ότι λαμβάνονται για την περιοχή μας “ερήμην του”».

Μέσα από τα Συνέδρια αυτά, λοιπόν, οι τοπικοί φορείς συμμετέχουν σε έναν αμφίδρομο διάλογο, σε μία άμεση και ανοιχτή διαβούλευση με τον Πρωθυπουργό, τους Υπουργούς, στελέχη της κεντρικής Διοίκησης. Δείχνουν ότι θέλουν να είναι συμπρωταγωνιστές στην προσπάθειά για τη διαμόρφωση ενός νέου υποδείγματος, Δίκαιης και Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Οι Υπουργοί της Κυβέρνησης, από την πλευρά τους έρχονται στα Περιφερειακά Συνέδρια για να μιλήσουν απευθείας με τις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγικούς φορείς, να ακούσουν από «πρώτο χέρι» αλλά και να έρθουν άμεσα οι ίδιοι σε επαφή με τα προβλήματα, να δώσουν άμεσες λύσεις, όπου αυτό είναι δυνατόν, και να συμβάλουν στο συνολικό σχεδιασμό.

Παράλληλα,  τα Συνέδρια δίνουν τη δυνατότητα να ελεγχθούν τα υπουργεία σε ό,τι αφορά την υλοποίηση παλαιότερων εξαγγελιών, να δοθούν εξηγήσεις για ενδεχόμενες καθυστερήσεις, να γίνουν διορθωτικές κινήσεις, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Συνολικά, λοιπόν, τα Περιφερειακά Συνέδρια πετυχαίνουν:

  • Τη συμμετοχή της κοινωνίας μέσω συλλογικών φορέων στο σχεδιασμό της περιφερειακής ανάπτυξης.
  • Το συντονισμό κυβέρνησης και Περιφέρειας για την επίτευξη κοινών στόχων.
  • Την προτεραιοποίηση των στόχων της ανάπτυξης από κοινού μεταξύ κυβέρνησης και Περιφέρειας.
  • Την κυβερνητική δέσμευση με χρονοδιάγραμμα για εμβληματικά έργα στην κάθε Περιφέρεια.
  • Τον έλεγχο της κυβέρνησης και των υπουργείων σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των δεσμεύσεών τους.

Τα Περιφερειακά Συνέδρια υπηρετούν και έναν άλλο στόχο. Εντάσσονται και σε μια ευρύτερη διαδικασία που αποσκοπεί στη διαμόρφωση της Νέας Αναπτυξιακής Στρατηγικής και του Εθνικού Σχεδίου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση. Οι κεντρικοί άξονες έχουν τεθεί, όμως οι κλαδικές και οι περιφερειακές εξειδικεύσεις θα γίνουν με τρόπο ώστε να ενσωματώνουν τα πορίσματα των Περιφερειακών Συνεδρίων και του διαλόγου με τους φορείς. Στόχος είναι στο Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο η κάθε Περιφέρεια να εκπροσωπείται με τις προτάσεις, τις εξειδικεύσεις και τις προτεραιότητες που θα έχουν συμφωνηθεί.

 

Μηχανισμός παρακολούθησης με στόχο το διαρκή έλεγχο της υλοποίησης των αποφάσεων

Τελικός στόχος των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων είναι να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης όχι μόνο ανάμεσα στην κυβέρνηση, την Αυτοδιοίκηση και την κοινωνία αλλά να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη προς την πολιτική και τη Δημοκρατία. Αυτό είναι και το τελικό ζητούμενο.

Ακριβώς γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να διασφαλίσουμε ότι, οι όποιες αποφάσεις, θα υλοποιηθούν στην ώρα τους. Είναι ένα θέμα αξιοπιστίας όχι μόνο της κυβέρνησης, όχι μόνο της Περιφέρειας αλλά και της ίδιας της διαδικασίας.

Στόχος μας είναι, σε συνεργασία με όλους τους θεσμικούς φορείς να συμφωνήσουμε σε ένα μηχανισμό παρακολούθησης της υλοποίησης των αποφάσεων των Περιφερειακών Συνεδρίων, που με λειτουργική και διοικητική επάρκεια, θα εξετάζει σε ποια φάση εξέλιξης βρίσκεται το κάθε θέμα, κατά πόσο υλοποιείται κανονικά, αν χρειάζονται διορθωτικές κινήσεις κ.λπ.

 

Το τέλος των Μνημονίων και η προτεραιότητα του Αναπτυξιακού Σχεδίου

Ο ιστορικός κύκλος των μνημονίων και της σκληρής επιτροπείας φθάνει στο τέλος του. Έπειτα από μια μακρά περίοδο βαθιάς ύφεσης, η οικονομία μπήκε σε μια φάση σταθεροποίησης και από φέτος μπαίνει σε μια τροχιά ανάκαμψης που αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη. Αυτή η τάση αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη της παραγωγής, των εξαγωγών, των επενδύσεων. Τόσο οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές όσο και οι εξελίξεις στην πραγματική οικονομία δείχνουν ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για να περάσουμε στη μεταμνημονιακή φάση.

Όμως, όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει και ο Πρωθυπουργός, δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό. Αντίθετα, τώρα που ο κύκλος των μνημονίων φτάνει στο τέλος του, οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος και βεβαίως οι δικές μας ευθύνες ως κυβέρνηση, γίνονται μεγαλύτερες.

Πρώτον, διότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το τέλος των μνημονίων θα είναι οριστικό, «καθαρό», χωρίς νέα προαπαιτούμενα και, δεύτερον, γιατί η έξοδος από τα μνημόνια και τη σκληρή επιτροπεία μας θέτει το καθήκον να σχεδιάσουμε έγκαιρα τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Και στο κέντρο αυτού του σχεδιασμού είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Η κρίση που βιώνουμε δεν  ήταν μόνο δημοσιονομική. Ήταν μια κρίση του παραγωγικού υποδείγματος και του συστήματος εξουσίας που το στήριζε, ενός πελατειακού, κρατικοδίαιτου και εν πολλοίς «παρασιτικού καπιταλισμού», όπως σήμερα, σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν.

Ακριβώς γι’ αυτό, η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι ο παρωχημένος νεοφιλελευθερισμός, ούτε μπορούμε να εναποθέσουμε την ανάπτυξη της χώρας στους αυτοματισμούς των αγορών. Μια ανάπτυξη χωρίς σχέδιο και κοινωνικές δεσμεύσεις δεν είναι εφικτή. Και αν υπάρξει, θα είναι μη διατηρήσιμη και καταστροφική για την κοινωνία και το περιβάλλον.

 

Οι στόχοι μας – Νέο παραγωγικό Υπόδειγμα – Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας – Η θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας

Για να προχωρήσουμε μπροστά χωρίς πισωγυρίσματα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης πάνω σε ισχυρές παραγωγικές βάσεις, σε τομείς και δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία, ικανή να δημιουργεί θέσεις πλήρους και καλά αμειβομένης εργασίας.

Νέο υπόδειγμα ανάπτυξης δεν σημαίνει να αφήσουμε τους υφιστάμενους τομείς και κλάδους της οικονομίας στην τύχη τους. Το νέο δεν μπορεί να προκύψει από την καταστροφή του παλιού, αλλά με τη στήριξη από το μετασχηματισμό του, ώστε να γίνει μέρος του νέου παραγωγικού συστήματος.

Νέο υπόδειγμα ανάπτυξης δεν σημαίνει να αφήνουμε τις τάσεις αποβιομηχάνισης και συρρίκνωσης της πρωτογενούς παραγωγής να συνεχίζονται, όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα. Πρέπει ν’ αντιστρέψουμε τις τάσεις αυτές, έτσι ώστε το ειδικό βάρος της μεταποίησης και της πρωτογενούς παραγωγής στο εθνικό εισόδημα να αυξηθεί σημαντικά.  Και είναι σημαντικό που τέτοιες τάσεις αντιστροφής βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και δυναμώνουν.

Πιο συγκεκριμένα πρέπει να διπλασιάσουμε τα επόμενα χρόνια το ποσοστό της μεταποίησης στο ΑΕΠ από το 8-9% που βρίσκεται σήμερα, αρχικά στο 15% και στη συνέχεια στο 20%. Παράλληλα, πρέπει να συνδέσουμε τον πρωτογενή τομέα με τη μεταποίηση αλλά και τους δύο αυτούς τομείς με τον τουρισμό, προκειμένου μεγάλο μέρος της τουριστικής κατανάλωσης να καλύπτεται από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Με την έννοια αυτή, ο τουρισμός αποκτά στο πλαίσιο της νέας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής διπλό ρόλο: πέραν της αυτόνομης συμβολής του στην απασχόληση και το εισόδημα, μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως μοχλός για τη τόνωση της εγχώριας παραγωγής, τη χρήση και διεθνή προβολή των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και ειδικά των προϊόντων διατροφής και της ελληνικής γαστρονομίας.

Ορισμένοι θεωρούν ότι το ζήτημα της βιομηχανίας και της εκβιομηχάνισης είναι υπόθεση του περασμένου αιώνα. Μιλούν για μεταβιομηχανική εποχή και για οικονομίες των υπηρεσιών. Κάνουν λάθος. Μπερδεύουν τη μορφή με το περιεχόμενο των συντελούμενων διαδικασιών. Όχι μόνο δεν έχει τελειώσει η σημασία της βιομηχανίας, αλλά βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας φάσης ανάπτυξής της. Νέα υλικά, νέες τεχνολογίες, νέες μέθοδοι παραγωγής, νέες ανάγκες και νέοι τρόποι ικανοποίησής τους συνθέτουν ένα νέο ψηφιακό σύμπαν που βρίσκεται υπό διαμόρφωση και πολλοί αποκαλούν νέο τεχνολογικό κύμα ή 4η βιομηχανική επανάσταση. Πολλές χώρες από τη Γερμανία, τη Γαλλία, ως την Ισπανία, κ.λπ. υπό τον τίτλο «Industry 4.0» επεξεργάζονται σχέδια για την αξιοποίηση των νέων τάσεων.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, την ταχεία ανάπτυξη της μεταποίησης σε σύγχρονες βάσεις. Πρώτον, για να μετατρέψουμε, υπό συνθήκες οικολογικής προστασίας, τις πρώτες ύλες που διαθέτουμε και τα αγροτικά μας προϊόντα σε τελικά προϊόντα σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βαθμό. Δεύτερον, για να συνδεθούμε με το νέο κύμα τεχνολογικών καινοτομιών και να εντοπίσουμε εκείνες της δραστηριότητες στις οποίες μπορούμε να διεκδικήσουμε παρουσία. Στη βάση αυτή θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε καλά αμειβόμενες θέσεις εξειδικευμένης εργασίας και να ανακτήσουμε επιστημονικό δυναμικό που έχει φύγει στο εξωτερικό.

Διαψεύδονται επομένως απόψεις που θεωρούν την πρωτογενή παραγωγή παρωχημένη και τη μεταποιητική βιομηχανία ανέφικτη. Και  σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι σε όλη την Ευρώπη το ζήτημα της βιομηχανίας και της βιομηχανικής πολιτικής έχει αποκτήσει ξανά κεντρική θέση. Ταυτόχρονα, έγκυρες μελέτες δείχνουν ισχυρή τάση αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης για ποιοτικά και πιστοποιημένα προϊόντα αγροδιατροφής κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Στη χώρα μας, με ευθύνη όχι μόνο των κυβερνήσεων του παρελθόντος αλλά και των φορέων της ελληνικής επιχειρηματικότητας, έχουμε μείνει πίσω. Το ελληνικό Δημόσιο «αφοπλίστηκε» από εργαλεία, δομές και διαδικασίες διαμόρφωσης βιομηχανικής πολιτικής. Ακόμη και η έννοια των κλαδικών πολιτικών έχει εξοβελιστεί από το πολιτικό λεξιλόγιο.

Όμως -όπως είπα και στην αρχή- μπορούμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο, αν κινηθούμε γρήγορα και με σχέδιο.

Όλα τα παραπάνω απαιτούν επενδύσεις στην Έρευνα και την Καινοτομία, στόχευση σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία γίνονται αναγνωρίσιμα στο εξωτερικό ή υποκαθιστούν μέρος των εισαγόμενων προϊόντων στη χώρα μας.

 

Η θέση της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης

 

Ποια είναι όμως η θέση της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης στο υπό διαμόρφωση παραγωγικό υπόδειγμα; Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι αποτελεί μια Περιφέρεια που βρίσκεται σε φάση έντονου μετασχηματισμού. Αλλάζει κατά τρόπο ριζικό η θέση της στον αναπτυξιακό χάρτη της χώρας και της Ευρώπης. Από μια ακριτική και σχετικά υστερούσα και απομονωμένη Περιφέρεια, μετασχηματίζεται σε πύλη της χώρας και της Ευρώπης, σε σημαντικό ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο διεθνούς σημασίας. Η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού και των κάθετων αξόνων, οι επενδύσεις που σχεδιάζονται στα λιμάνια και τις σιδηροδρομικές γραμμές, η υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου και η διασύνδεση του με γειτονικές χώρες, οι προοπτικές για τη μεταφορά υγροποιημένου αερίου και πολλά έργα υποδομών που βρίσκονται στη φάση της εκτέλεσης ή του σχεδιασμού μαρτυρούν την αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Περιφέρειας.

Οι προωθητικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από αυτόν το μετασχηματισμό είναι το άνοιγμα των βόρειων συνόρων, η ένταξη γειτονικών χωρών στην Ε.Ε., καθώς και νέα γεωπολιτικά δεδομένα που καθιστούν την Περιφέρεια «σταυροδρόμι» νέων εμπορικών και ενεργειακών δρόμων και δικτύων. Αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες συναντώνται με σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής.

Πρόκειται για μια εξέλιξη στρατηγικής σημασίας και μακροχρόνιας εμβέλειας που υπό όρους και προϋποθέσεις μπορεί να μετατρέψει χαρακτηριστικά της περιοχής, που σε άλλες εποχές και άλλες συνθήκες λογίζονταν ως μειονεκτήματα, σε πλεονεκτήματα, και ο διασυνοριακής χαρακτήρας της περιοχής από παράγοντας περιχαράκωσης και απομόνωσης να γίνει παράγοντας ενδογενούς ανάπτυξης, πολλαπλών διασυνδέσεων και εξωστρέφειας. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι από την άποψη των αντικειμενικών δεδομένων η περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης μπορεί να καταστεί όχι μόνο ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος, αλλά και σημαντικός περιφερειακός πόλος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Απ’ την άλλη μεριά η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη είναι μια απ’ τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, με χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο εθνικό, με χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικά περιορισμένους ανθρώπινους πόρους.

Δεκαετίες λανθασμένων επιλογών είχαν καταδικάσει την περιοχή στην ελλειμματική ανάπτυξη, εάν όχι στην υπανάπτυξη, στην αποβιομηχάνιση, με ανεπαρκείς διασυνδέσεις με την υπόλοιπη χώρα και την Ευρώπη, με κυριαρχία παραδοσιακών και εν πολλοίς παρωχημένων κλάδων έντασης εργασίας και χαμηλής ειδίκευσης. Όποια σχέδια υπήρξαν και όποια κίνητρα δόθηκαν ήταν αποσπασματικά και άστοχα, που αντικειμενικά στήριξαν ένα είδος επιχειρηματικότητας με περιορισμένη κοινωνική ευθύνη και κοινωνική ανταποδοτικότητα.

Ωστόσο, μελέτες που έχουν γίνει αλλά και εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι η Περιφέρεια μπορεί να γίνει η βάση για ένα σύμπλεγμα δραστηριοτήτων με έμφαση την πρωτογενή παραγωγή και τη μεταποίηση, με παράλληλη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων για ειδικές μορφές τουρισμού. Η Περιφέρεια διαθέτει επίσης σημαντικές ενεργειακές δυνατότητες και κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών. Η αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων με όρους όμως οικολογικής προστασίας και κοινωνικής αποδοχής, και αυτή είναι μια θεμελιακή συνθήκη, μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και εισόδημα στην περιοχή. Τέλος, η Περιφέρεια, με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο διαθέτει μια ισχυρή επιστημονική βάση που πρέπει να ενισχυθεί και να αξιοποιηθεί για τη διασύνδεση της έρευνας με τη μεταποίηση και την πρωτογενή παραγωγή.

Συμπερασματικά, η καίρια γεωστρατηγική θέση, η ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα και το φυσικό κεφάλαιο της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης μπορούν να αποτελέσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Περιφέρειας για τη βιώσιμη ανάταξη της τοπικής οικονομίας. Ο φυσικός πλούτος της Περιφέρειας σε συνδυασμό με τις νέες υποδομές που σχεδιάζει και υλοποιεί η Κυβέρνηση στην περιοχή αποτελούν ένα σταθερό υπόβαθρο για βιώσιμη, εξωστρεφή και κοινωνικά ισότιμη ανάπτυξη.

Η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη της περιοχής θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις προϋποθέσεις ώστε η περιοχή να αποτελέσει, όπως ήδη αποτελεί, ένα θετικό διεθνές παράδειγμα ειρηνικής και δημοκρατικής συμβίωσης σε πείσμα όσων κηρύσσουν τη ξενοφοβία και τις διακρίσεις.

Οι εργασίες αυτού του διήμερου Συνεδρίου μας δίνουν την ευκαιρία  με τη συμμετοχή υπουργών και τοπικών φορέων να συζητήσουμε κάθε τομέα και θέμα ξεχωριστά, ώστε να συγκεκριμενοποιήσουμε τα συστατικά ενός τέτοιου σχεδίου που θα δώσει κοινωνικό περιεχόμενο στο συντελούμενο μετασχηματισμό της Περιφέρειας και θα τον συνδέσει με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της τοπικής οικονομίας, για την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος, του ανθρώπινου κεφαλαίου και της απασχόλησης, την καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων.

Η πρόκληση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι  είναι ότι αυτές οι δυνατότητες και τα οφέλη από την αξιοποίησή τους δεν μπορούν  να προκύψουν από μόνα τους, ούτε από την αυθόρμητη δράση των αγορών, ούτε αφήνοντας τα πράγματα στο χρόνο και στην τύχη τους.

Η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη χρειάζεται μια νέα αρχή, μια δυνατή επανεκκίνηση για να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος και να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος, με συντονισμό δυνάμεων, με συνεκτικό σχέδιο, με προοδευτικές δημόσιες πολιτικές. Και αυτά σήμερα μπορούμε να τα εξασφαλίσουμε. Διότι ξεκινούμε με ισχυρή πολιτική βούληση, χωρίς δουλείες προς το παρελθόν ή εξαρτήσεις από κατεστημένα συμφέροντα.

 

Με ποιες παραγωγικές  και κοινωνικές δυνάμεις

Είτε μιλάμε για την Περιφέρεια είτε για τη χώρα συνολικά το ερώτημα που γεννάται είναι εύλογο. Πώς και κυρίως με ποια υποκείμενα θα γίνει αυτή η ανασυγκρότηση;

Τα ερωτήματα αυτά δείχνουν ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι μια ουδέτερη κοινωνικά, τεχνική διαδικασία. Μπορεί να νοηθεί και να υλοποιηθεί μόνο ως μέρος ενός ευρύτερου αναπτυξιακού, κοινωνικού και πολιτικού σχεδίου που θα φέρνει την κοινωνία στο κέντρο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ήρθε πλέον η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι το υποκείμενο της ανάπτυξης δεν είναι ούτε το Κράτος, ούτε οι αγορές ούτε οι επιχειρήσεις από μόνες τους, είναι τελικά η ίδια η κοινωνία, με τους θεσμούς που διαμορφώνει, τις επιλογές που κάνει, το πλαίσιο που δημιουργεί  για τη λειτουργία του κράτους, των αγορών, των επιχειρήσεων.

Η πιο κρίσιμη απαίτηση, λοιπόν, είναι η ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην ανάπτυξη. Και είναι ταυτόχρονα και μια δύσκολη απαίτηση, διότι έχουν επικρατήσει αντιλήψεις και πρακτικές που θέλουν τους πολίτες θεατές και τις κοινωνίες παθητικές και αμέτοχες ή κατακερματισμένες σε στενούς τοπικιστικούς ανταγωνισμούς. Όμως μόνο έτσι από μια κοινωνία της ανάθεσης θα γίνουμε μια κοινωνία της συμμετοχής και της συλλογικής ευθύνης.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί στα συντρίμμια της εργασίας, αλλά στην αυξημένη απασχόληση, τις ποιοτικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, σε ένα περιβάλλον σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων.

Η άναρχη και σε πολλές περιπτώσεις ληστρική ανάπτυξη, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, αποτελούν ένα παρελθόν που πρέπει να υπερβούμε. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να συγκρουστούμε με συμφέροντα που θέλουν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα, να σπάσουμε κλειστά συστήματα εξουσίας και εστίες διαφθοράς και διαπλοκής, όπου και αν βρίσκονται, στο κέντρο και την περιφέρεια.

Το νέο μοντέλο ανάπτυξης απαιτεί μια κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, που καινοτομεί, σέβεται τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, σέβεται το περιβάλλον και επανεπενδύει τα κέρδη της δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης.

Στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης αναδεικνύεται και η σημασία των νέων θεσμών και των νέων μορφών κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Είναι ο λεγόμενος τρίτος τομέας της οικονομίας, πέραν του κράτους και της ιδιωτικής επιχείρησης Αναφέρω ενδεικτικά τις τρεις αιχμές αυτών των θεσμών, για τις οποίες η κυβέρνηση είτε έχει θεσμοθετήσει το πλαίσιο είτε θα το κάνει άμεσα:

  • Κοινωνική οικονομία
  • Ενεργειακές κοινότητες
  • Συλλογικά σχήματα παροχής μικροπιστώσεων

Αυτό είναι το σχέδιό μας και οι βασικές αρχές που το διέπουν τόσο για τη χώρα όσο και για την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη ειδικότερα.

Στη βάση αυτή και με το ρόλο που ο καθένας μας θα διαδραματίσει στην όλη διαδικασία, ευελπιστώ ότι σε ένα χρόνο από σήμερα θα κάνουμε απολογισμό και θα έχουμε μαζί, κυβέρνηση, περιφερειακή αυτοδιοίκηση και τοπική κοινωνία, την ηθική ικανοποίηση ότι, συνεργαζόμενοι, συμβάλλαμε στο να γίνουν βήματα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Περιφέρειας. Ότι είχαμε τη δίκη μας συμβολή, στη θεμελίωση μιας νέας βιώσιμης διατηρήσιμης και δίκαιης ανάπτυξης για όλους και στη χώρα και στη περιφέρεια.