Ο Θανάσης Πανδρευμένος γεννήθηκε στην Κομοτηνή όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια εργάστηκε στην Αθήνα στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ασχολούμενος με θέματα τουρισμού καθώς και συντήρησης και αξιοποίησής παραδοσιακών οικισμών. Επιστρέφει στην Κομοτηνή και εργάζεται ως διευθυντής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης στην Περιφέρεια Α. Μακεδονίας και Θράκης μέχρι το 2008 ,οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Ασχολείται παράλληλα με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία εκθέτοντας έργα του σε πολλές πόλεις της Ελλάδος και του εξωτερικού(Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Μόναχο, Βερολίνο, Βασιλεία, Γενεύη κ.α.).

Με αφορμή το τελευταίο σας βιβλίο « Κομοτηνή -Θεσσαλονίκη Ημερολόγιο ενός ταξιδιού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέθεξις ,θα ήθελα να σας ρωτήσω ,είναι εύκολο να γράφει κανείς για το παρελθόν και μάλιστα το παρελθόν στο οποίο ήταν πρωταγωνιστής, τι γεύση αφήνει ένα τέτοιο ταξίδι στο χρόνο ;

Πιστεύω ότι είναι μια επίπονη διαδικασία. Με την πάροδο των χρόνων, η μνήμη βέβαια γίνεται πιο  επιλεκτική. Κάποια πράγματα που πόνεσαν, τα θυμάται κανείς λιγότερο έντονα και προσπαθεί να τα απαλύνει, ενώ τονίζονται ίσως  περισσότερο από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα οι ευχάριστες στιγμές και όλα αυτά που μας έκαναν χαρούμενους και ευτυχισμένους τότε.

Η γεύση που αφήνει αυτό το ταξίδι στον χρόνο είναι γλυκόπικρη, ωστόσο μέσα από το βιβλίο μου θέλησα να επιμείνω περισσότερο στην ευχάριστη όψη της ζωής μας, στις εύθυμες περιπέτειές μας, καθώς σαν νέοι που είμαστε τότε, είμαστε αισιόδοξοι και ονειρευόμαστε μια καλύτερη ζωή.

Πως προέκυψε η ανάγκη να γράψετε για αυτή την περίοδο;

Γύρω στο 2002 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Αθανασίου Διάκου αδιέξοδος Β΄, όπου μέσα από την εξιστόρηση της ζωής δυο γυναικών  την περίοδο 1956 -1986 , παρουσιάζεται η ζωή και η ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στην Κομοτηνή . Τότε πολλοί φίλοι και συμφοιτητές μου, μου ζήταγαν να γράψω για την δική μας ζωή, στην Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μας χρόνων. Αυτό βέβαια δεν μου ήταν εύκολο την περίοδο εκείνη, και τελικά κατάφερα να το κάνω πραγματικότητα εδώ και λίγο καιρό, και είναι γεγονός ότι πολύ το χάρηκαν κι εκείνοι κι εγώ.

Αν μπορούσατε να συγκρίνετε τους νέους στις δυο εποχές θα βλέπατε ομοιότητες, διαφορές, έχουν τα ίδια όνειρα ,τις ίδιες προσδοκίες ,την ίδια αγάπη για τη ζωή ,το ίδιο πάθος ,την ίδια αντοχή;

Θα μπορούσα να πω ότι δεν υπάρχουν διαφορές , Οι νέοι σε κάθε εποχή έχουν ακριβώς αυτό που λέτε, όνειρα, φιλοδοξίες, αγάπη για την ζωή, πάθος, απεριόριστες αντοχές και πάνω από όλα αυτή την αισιοδοξία, που θα τους βγάλει τελικά από την μιζέρια που ζούμε σήμερα.

Γράψατε για το παρελθόν και νοητά βρεθήκατε πάλι εκεί σε μια αγαπημένη εποχή για εσάς, αν υπήρχε η δυνατότητα αυτό το «ταξίδι στον χρόνο» να είναι πραγματικό θα αλλάζατε κάτι η όχι;

Πιστεύω πως όχι, πέρα από την δική μου συμπεριφορά, που σε ορισμένες φορές ήταν απαράδεκτη, χωρίς την ωριμότητα των χρόνων που κουβαλάω σήμερα.

Τι σημασία έχει για εσάς το πέρασμα  του χρόνου;

Το πέρασμα του χρόνου είναι καθοριστικό. Μπορεί το πνεύμα να διατηρήσει την διαύγεια και τη νεανικότητά του, αλλά ο χρόνος δεν παύει να επιδρά στο ανθρώπινο σώμα, με ότι αυτό σημαίνει για τις καθημερινές μας δραστηριότητες. Αποκτά κανείς ωριμότητα και σοφία, εμπειρίες πολύτιμες και χρήσιμες, η σωματική κατάσταση όμως και η υγεία του, παίζουν πια πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην δυνατότητα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις.

 

 

Τελικά εκείνη η παρέα κατάφερε να αλλάξει κάτι από τον κόσμο;

Αυτό δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Ωστόσο πολλοί από μας, μέσα από το έργο τους και την δουλειά τους, μπορούμε να πούμε ότι βάλαμε κι ένα μικρό λιθαράκι στο να κάνουμε την ζωή μας καλύτερη. Πολλοί από τους συμφοιτητές μας διέπρεψαν με το έργο τους στον χώρο της τέχνης και των γραμμάτων, στην εκπαίδευση και στην διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος , δεν θα ήθελα να αναφέρω ονόματα, ίσως και να αδικήσω κάποιους, ωστόσο είναι πολλοί από τους φίλους που περιγράφονται στο βιβλίο μου.

Το βιβλίο σας «Αθανασίου Διάκου αδιέξοδο Β΄» που εκδόθηκε από το Κέντρο Λαϊκών Δρώμενων Κομοτηνής,  διαβάζουμε  στο οπισθόφυλλο ότι μια Ελένη το «πάγωσε» και μια άλλη Ελένη το πήρε στις χούφτες της το ζέστανε και του ξανάδωσε ζωή, τι ρόλο έχουν οι γυναίκες στη ζωή σας;

Καθοριστικό θα έλεγα. Ήμουν πολύ τυχερός με τις γυναίκες της ζωής μου. Είχα μια υπέροχη μητέρα, που αγωνίσθηκε και στάθηκε δίπλα μου ως το τέλος της. Μια εξαιρετική σύζυγο, που ανέχεται τις κατά καιρούς παραξενιές μου και με στήριξε σε όλες μου τις προσπάθειες, και δυο κόρες που για μένα είναι ότι πολυτιμότερο μου χάρισε η ζωή. Έχω πολλές φίλες και διατηρώ  αδελφικές σχέσεις με τις περισσότερες από αυτές, μια και έχουμε μοιρασθεί για χρόνια ολόκληρα εμπειρίες πολλές , καλές ή και κακές. Όπως είδατε άλλωστε τα βιβλία μου όλα σε γυναίκες είναι αφιερωμένα.

Ποια είναι η πιο έντονη εικόνα από την παιδική σας ηλικία που βλέπετε πιο συχνά όταν «ονειρεύεστε με ανοικτά μάτια;»

Ένα στενό μικρό αδιέξοδο, στην παλιά μου γειτονιά, στην δύση του ήλιου, με μια παρέα μικρών παιδιών να παίζουν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, δίπλα στο πηγάδι. Κι οι γυναίκες τις γειτονιάς, καθισμένες στο πεζούλι στην γωνία, να κάνουν τις ψευτοδουλειές τους και να σκάζουν στα γέλια με τα αθώα αστεία και τα πειράγματα, όπως αυτές μόνο ήξεραν να το κάνουν.

Έχει εκδοθεί και ένα βιβλίο σας με παραδοσιακές συνταγές με τίτλο «Νόστιμες Αναμνήσεις από τη Θράκη» εκδόσεις Μπράντης, η μαγειρική τι χώρο καταλαμβάνει στο συμπάν του Θανάση Πανδρευμένου;

Ναι, το βιβλίο μου με τις συνταγές, έχει μια περίεργη δομή. Κάποτε κάποιος φίλος μου παρατήρησε, ότι σε κάθε βιβλίο μου μιλάω και για μαγειρέματα, για φαγητά κλπ. Του απάντησα ότι και στη ζωή μου έτσι είναι. Μου αρέσει να μαγειρεύω, και φυσικά να τρώω. Το μαρτυρούν άλλωστε τα παραπανίσια κιλά μου. Το βιβλίο αυτό ( Νόστιμες αναμνήσεις από την Θράκη), περιέχει μικρές αστείες ιστορίες, με, ίσως μπορούμε να πούμε, ηθογραφικό περιεχόμενο, και αναφέρονται στα φαγητά της περιοχής μας. Κάθε ιστορία μιλάει για 10-15 φαγητά και γλυκά, και στο τέλος της υπάρχουν οι συνταγές, μαγειρεμένες και φωτογραφημένες από μένα. Περιέχει 150 συνταγές της Θράκης, που είναι βγαλμένες από τα παλιά τετράδια συνταγών της μάνας μου, των θείων μου και των γιαγιάδων μου, που ήταν η μια από την Κωνσταντινούπολη κι η άλλη από την Αδριανούπολη. Δεν είναι το βιβλίο αυτό ένας απλός οδηγός μαγειρικής, και αυτό είναι και το ενδιαφέρον του.

 

Πως συνδυάζονται τόσα διαφορετικά είδη (παραμύθι, βιβλίο συνταγών κ.τ.λ. ) ;Πως πρόκυψε ένα βιβλίο με «Ιστορίες και  παραμύθια από τη Θράκη» ,είχατε τέτοια ακούσματα στην παιδική σας ηλικία ;

Δεν είναι περίεργος συνδυασμός. Σε όλα τα βιβλία μου υπάρχει το ηθογραφικό και λαογραφικό στοιχείο. Και είναι δουλειές που κάλυπταν πρώτα από όλα την δική μου ανάγκη επικοινωνίας με τον κόσμο. Τα παραμύθια είναι ακούσματα από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, και είναι διαμορφωμένα με την δική μου ματιά. Περιέχουν πολλά λαογραφικά στοιχεία, θρύλους και παραδόσεις της περιοχής μας καθώς και κάποια ιστορικά στοιχεία. Διαδραματίζονται όλα σε γνωστούς χώρους της Θράκης, σε συγκεκριμένες, ίσως, χρονικές περιόδους, ενώ το παραμύθι, συνήθως δεν έχει ούτε χρόνο, ούτε τόπο. Η εικονογράφηση είναι δική μου, όπως εγώ θα φανταζόμουν τους ήρωες, αν ήμουν παιδί.

Τα βιβλία σας έχουν πολλά λαογραφικά στοιχεία της περιοχής , μελετώντας τη ζωή και τα έθιμα εισδύουμε βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή, η αυτογνωσία (μέσα από τη γνώση της Λαογραφίας) μας οδηγεί στον αυτοέλεγχο ,την αυτό έμπνευση και με αυτή τη διαδικασία  πολλά ελαττώματα μπορούν να πολεμηθούν  .Επίσης έτσι μπορούμε  να συνεχίσουμε την πολιτιστική μας παράδοση που θα διατηρήσει την εθνική μας ιδιοτυπία. Θεωρείται επαρκή τη διάδοση, προβολή  από τους πολιτικούς και πολιτιστικούς φορείς της λαογραφίας στην περιοχή;

Πιστεύω ότι δεν είναι επαρκής η προβολή και η διάδοση των πλούσιων και αξιολογότατων στοιχείων της λαογραφικής μας κληρονομιάς. Η περιοχή της Θράκης έχει μια τρομακτικά μεγάλη και πολυποίκιλη πολιτιστική παράδοση, που δεν έχει προβληθεί όπως της αξίζει. Υπάρχουν πολλοί πολιτιστικοί φορείς, αξιόλογοι με σοβαρό έργο, που ασφυκτιούν στο σκληρό και πολλές φορές άδικα δυσβάστακτο οικονομικό περιβάλλον. Επιβιώνουν μόνο χάρη στην φιλοπατρία και την φιλότιμη εθελοντική προσφορά των μελών τους και παράγουν δυσανάλογα μεγάλο για τις δυνατότητές τους έργο. Η επίσημη πολιτεία ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό, ειδικά στην δική μας περιοχή.

Έχετε εκθέσει έργα σας σε εσωτερικό και εξωτερικό ,η ζωγραφική λοιπόν από ότι έχω διαπιστώσει και προσωπικά είναι άλλο ένα δυνατό σας χαρτί, έχετε μελλοντικά σχέδια για μια παρουσίαση  ;

Για την ζωγραφική μου είναι δύσκολο να πω για κάποια μελλοντικά σχέδια. Είναι δύσκολες εποχές. Έκανα κάποιες προσπάθειες πριν λίγους μήνες και συνεργάζομαι με μια γκαλερί στο Λονδίνο, αλλά αυτά είναι σποραδικά και όχι σε συνεχή βάση. Η ζωγραφική όπως και όλες οι τέχνες σημαίνει δόσιμο ψυχής, συνεχή απασχόληση και δεν έχω δυνατότητες για κάτι τέτοιο αυτή την περίοδο. Αργότερα ίσως…

Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Μόναχο ,Βερολίνο , Γενεύη ,τι σας κράτησε στην Κομοτηνή, ποια είναι η σχέση σας με την πόλη;

Η Κομοτηνή είναι ο τόπος μου, η πατρίδα μου . Με τα καλά ή και τα κακά της, την κουβαλώ μέσα μου και την αγαπώ. Κάποτε έλεγα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω μακριά από την Θεσσαλονίκη . Κι όμως έφυγα, και γύρισα μετά από 10 περίπου χρόνια για τον γάμο ενός φίλου μου. Και απορούσα πώς άντεξα τόσα χρόνια. Το ίδιο είπα και για την Αθήνα. Οι επισκέψεις μου και στις δυο πόλεις είναι συχνές, γιατί δυστυχώς όλα τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα σε αυτές τις μεγάλες πόλεις συμβαίνουν . Ωστόσο η Κομοτηνή με αγάπησε, οι άνθρωποί της με στήριξαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις και γι΄ αυτό την ευγνωμονώ. Και κάτι ακόμη. Θεωρώ ότι τα παιδιά μου μεγάλωσαν σε φυσιολογικές συνθήκες εδώ, έζησαν μια ευτυχισμένη και ήσυχη παιδική ηλικία και κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε αλλού. Όσο για τις άλλες πόλεις που αναφέρατε, δεν ήταν παρά οι πόλεις που ανέδειξαν την δουλειά μου, όμορφες πόλεις και με πολύ ζεστούς και αγαπημένους ανθρώπους. Δε νομίζω όμως ότι θα μπορούσα να ζήσω εκεί…

Ασχολείστε επίσης και με τη φωτογραφία με μεγάλη επιτυχία ,για πιο λόγο βγάζουμε μια φωτογραφία, θέλουμε απλά να σταματήσουμε το χρόνο, να παγιδέψουμε την ομορφιά της στιγμής και να την πάρουμε μαζί μας , να βοηθήσουμε τη μνήμη μας στο μέλλον ,μιας και για να κανείς δική σου μια φωτογραφία χρειάζεσαι όλες σου τις αισθήσεις;

Φοβάμαι ότι την φωτογραφία την ξεκίνησα σαν υποκατάστατο της ζωγραφικής. Ήθελα να παγιδέψω την ομορφιά της στιγμής και να την πάρω μαζί μου, όπως πολύ εύστοχα το διατυπώσατε στην ερώτησή σας. Αυτή την ομορφιά του απλού, του καθημερινού, αυτού που τόσο γρήγορα το προσπερνάμε χωρίς να του ρίξουμε δεύτερη ματιά. Κι ακόμη, μέσα από τις φωτογραφίες μου ήθελα να αναδείξω την ιδιαίτερη ομορφιά του τόπου μου, που ήταν άγνωστη σε Έλληνες και ξένους. Ίσως αυτό να μην είναι τόσο έντονο σήμερα, αλλά τότε, ήταν τραγικό να αγνοείται η Θράκη μας και να την θεωρούν σαν ένα ακόμη μακρινό και αδιάφορο τουριστικό προορισμό. Εκείνη την εποχή, πιστεύω ότι οι φωτογραφίες μου έπαιξαν κι αυτό τον ρόλο.

Για πολλούς η Κομοτηνή δεν θα ήταν επιλογή μόνιμης κατοικίας, από την άλλη έχει φανατικούς εραστές, «το αντίκρισμα των δυο λαών» λειτουργεί θετικά η αρνητικά σε αυτό;

Δεν πιστεύω ότι δρα θετικά ή αρνητικά αυτό που λέτε. Εμείς μεγαλώσαμε σε αυτό το πολυπολιτισμικό περιβάλλον και δεν μας κάνει εντύπωση. Ίσως για τον τουρίστα να έχει μια γοητεία, αλλά στα παιδιά που έρχονται φοιτητές εδώ, δεν βλέπω να έχει κάποια επίδραση. Θεωρούν την Κομοτηνή τόπο ξένο, αφιλόξενο, μακριά από τις πατρίδες τους αρχικά κι ύστερα η πόλη μας τους κερδίζει και δεν θέλουν να φύγουν από εδώ.

Υπάρχουν πολλές ζωές που  χωρέσατε μέσα σε μία ,πως μπορεί κανείς να το καταφέρει, xάνει κάτι από την μια, κερδίζει από την άλλη, υπάρχει κλειδί για την «ισορροπία»;

Υπάρχει ένα κλειδί για την ισορροπία, να είσαι συμφιλιωμένος με τον εαυτό σου και να προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος σε ότι καταπιάνεσαι. Να αγαπάς αυτό που φτιάχνεις και να μην φοβάσαι τα λάθη σου. Από αυτά μαθαίνεις.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και σας πήρε μαζί του;

Αγαπημένο βιβλίο μου είναι «Η Καμπάνα της Αγία-Τριάδας», του Θανάση Πετσάλη – Διομήδη. Νομίζω ότι είναι σχολείο για μένα.

Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο;

Διαβάζω τις «Αθάμπωτες μνήμες» της κ. Καίτης Κάστρο – Λογοθέτη, ένα βραβευμένο τρυφερό βιβλίο, που αναφέρεται στην οδυνηρή ιστορία δυο οικογενειών εβραίων της Θεσσαλονίκης από το 1918 ως τις μέρες μας.

Μετανιώνετε για κάποια σας επιλογή;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Φυσικά και μετανιώνω για πολλά πράγματα που έκανα ή και δεν έκανα. Μα πιο πολύ μετανιώνω που πίκρανα κάποιες φορές χωρίς ίσως σοβαρό λόγο, δικούς μου ανθρώπους. Το καταλάβαινα βέβαια εκ των υστέρων, αλλά το να αγαπάς σημαίνει ότι ποτέ δεν ζητάς συγνώμη, έτσι δεν είναι;

Πείτε μου μια φράση που σημαίνει πολλά για εσάς;

Μια φράση από μια ταινία, αμερικάνικη, που έπαιζε η αξέχαστη  Έλλη Λαμπέτη. Ήταν μια ταινία για την κόρη του Στάλιν, την Σβετλάνα, που τότε είχε δραπετεύσει στη Δύση. Λεγόταν «Μια μέρα ο μπαμπάς μου» και η φράση είναι “If you don’t succeed once, try, and try and try again». Δηλαδή, αν δεν πετύχεις με την πρώτη φορά, προσπάθησε και προσπάθησε και προσπάθησε ξανά!

Πως είναι να δουλεύει κανείς στο «άχρωμο δημόσιο» καταφέρατε να το χρωματίσετε έστω και λίγο αν όχι γιατί;

Ήταν δύσκολα για μένα τα χρόνια της δουλειάς μου στο Δημόσιο. Υπήρχε πάντα πίεση είτε χρονική είτε πολιτική, μια και η Περιφέρεια δεν ήταν για μένα παρά ένας ακόμη πολιτικός σχηματισμός. Υπήρχαν ευθύνες που πολλές φορές άδικα έπεφταν στις πλάτες μου και όλο αυτό με έκανε να ασφυκτιώ. Παρόλα αυτά, κατάφερα μέσα από τα προγράμματα τουριστικής προβολής  να αναδείξω τις δυνατότητες της περιοχής, φυσικό περιβάλλον, πολιτιστικά και λαογραφικά στοιχεία, αρχαιότητες κλπ. με συμμετοχές σε εκθέσεις, εκδόσεις βιβλίων, εντύπων κλπ. ώστε να μας γνωρίσουν και να μας αγαπήσουν οι υπόλοιποι Έλληνες και οι ξένοι.

Μπουζάρας Δημήτρης