Απάνθρωπη θρησκεία

Ν. Λυγερός

 

Όλα ήταν παράλογα ή μάλλον κυριαρχούσε το παράλογο. Ο θάνατος ακολουθούσε δειλά τις εντολές των τρομοκρατών. Οι μαύρες σημαίες δεν ήταν μόνο η αρχή αλλά και το τέλος. Ήταν μια ταφόπλακα χωρίς τάφο. Δεν ήταν καν κενοτάφιο. Τα θύματα δεν είχαν δικαίωμα ταφής. Ο καταδικασμένος δεν είχε να περιμένει τίποτα μετά την τιμωρία. Ο χρόνος σταματούσε και μετά ή μάλλον πέθαινε κι αυτός μετά από τέτοιο πόνο. Κανένας δεν είχε φανταστεί τέτοια καταδίκη της πόλης. Το μόνο έγκλημα ήταν η τιμωρία κι αυτή εκτελούσε την αθωότητα. Αυτή η θρησκεία του θανάτου πίστευε μόνο στην τιμωρία κι όλα ήταν πια απαγορευμένα. Δεν υπήρχε δικαίωμα ζωής σε αυτή τη βάρβαρη θρησκεία. Και οι αθώοι άρχισαν ν’ αναρωτιούνται γιατί δεν υπήρχε καμία βοήθεια από πουθενά. Κανείς δεν θυμόταν πόσο αδιάφορος ήταν ο πληθυσμός στη δυστυχία των άλλων. Ακόμα και τώρα που έβλεπαν τις μαύρες σημαίες, ήθελαν να πιστέψουν ότι κάτι θα γινόταν για να σωθούν. Όμως δεν γινόταν τίποτα. Οι άταφοι νεκροί πλήθαιναν και η πόλη άρχισε να μυρίζει τον θάνατο. Στην πραγματικότητα όλη η πόλη βρωμούσε πια. Οι βάρβαροι την είχαν μετατρέψει σ’ ένα φοβερό και ανοιχτό μπουντρούμι, ένα στρατόπεδο θανάτου που σκότωνε και την παραμικρή ελπίδα σωτηρίας. Κανείς δεν είχε καταλάβει πώς λειτουργούσε αυτό το φαινόμενο, ο τρόμος αφόπλιζε τους πάντες. Η πόλη έμοιαζε με στοιχειωμένη. Τίποτα δεν θύμιζε το παρελθόν και το μέλλον πέθαινε χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Η γενοκτονία είχε αρχίσει λόγω αδιαφορίας. Αυτό πρόλαβαν να καταλάβουν. Τίποτα άλλο.

Καταραμένη πόλη

Ν. Λυγερός

Κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχαν θρησκείες που δεν είχαν ούτε εντολές, ούτε συμβουλές, αλλά μόνο κατάρες. Μόνο όταν είδαν ότι η πόλη ήταν καταραμένη, μερικοί άνθρωποι κατάλαβαν τι σημαίνει, οι άλλοι δεν ήθελαν να καταλάβουν. Αυτή η θρησκεία θα βασάνιζε ακόμα και τους αγγέλους και θα κατέστρεφε το φύλο τους όποιο και να ήταν. Αυτό το κατάλαβε ο πληθυσμός μόνο όταν είδε τους αποκεφαλισμένους σταυρούς. Δεν έφτανε η τιμωρία στη βαρβαρότητα. Δεν έφτανε ο αποκεφαλισμός των ανθρώπων. Για τα κτήνη ακόμα και ο θάνατος ήταν ένα εργαλείο. Έτσι σταύρωναν το αποκεφαλισμένο σώμα για να το μετατρέψουν σε κορμί δίχως ίχνος ανθρωπιάς. Οι μαύρες σημαίες κυμάτιζαν χωρίς κανένα εμπόδιο και τώρα τους ακολουθούσε η μυρωδιά των πτωμάτων ενώ το κεφάλι των θυμάτων ήταν πια μόνο ένα βάρος πάνω στη γη ποτισμένη με το αίμα τους. Δεν υπήρχε έλεος μέσα στην πόλη, όλα ήταν φυσιολογικά. Ο τρόμος είχε τρυπήσει τα αυτιά τους, ο φόβος είχε γίνει τατού και η βαρβαρότητα κρεμιόταν από τα καρφιά της γλώσσας. Τα στίγματα της γενοκτονίας ήταν παντού. Κι όμως υπήρχαν κράτη που δεν το συζητούσαν καν ως θέμα. Δεν ήταν σε καμιά από τις ημερήσιες διατάξεις τους. Οι άνθρωποι πέθαιναν μέσα στη γενική αδιαφορία και αυτή αποτελούσε το υπόβαθρο της βαρβαρότητας. Για αυτήν η αδιαφορία ήταν πλούτος και την εκμεταλλευόταν. Στη συνέχεια χρησιμοποιούσε τον φόβο για να εγκαταστήσει τον τρόμο θεσμικά. Οι μαύρες σημαίες ήταν σαν κομμένα κεφάλια αθώων, είχαν το χρώμα της απουσίας των ψυχών. Ακόμα και αυτές έφευγαν από την καταραμένη πόλη.