Ξάνθη Παζάρι – “Οδός Κομοτηνής”

Απ’ την πλατεία με το ρολόι, ξεκινούσαν δυο μεγάλοι δρόμοι όλο δένδρα: οι οδοί Κομοτηνής και Καβάλας. Στην οδό Κομοτηνής και στους γύρω δρόμους, ήταν όλα τα μαγαζιά: Γανωματζίδικα, πεταλατζίδικα, εργαστήρια παρασκευής φύλλου για κανταΐφι, ζαχαροπλαστεία… Άλλα πάλι, πουλούσαν αρώματα, καλλυντικά, χρυσά πασούμια…

“Γκελ, γκελ…” Με χαμόγελα και ρεβερέντζες ο Τούρκος έμπορος σαν περνούσες μπροστά απ’ το μαγαζί του, κι ήταν έξω, σε φώναζε κουνώντας τα χέρια του, δείχνοντας μέσα προς την πραμάτεια: πασούμια, βελούδινα γάντια, δαντέλες, λουλουδένιες μπουτονιέρες, περίτεχνα κτενάκια καθώς και διάφορα ψιμύθια — βαζάκια με κρέμες, λάδια, πομάδες… κραγιόν, μολύβια…

Ne guzel!” — υποδεχόταν τη Ξένια και τη Βασιλική μόλις μπαίνανε στο μαγαζί. Αμέσως μετά, πήγαινε προς τα ράφια κι έδειχνε τα βαζάκια με τις κρέμες, τα μολύβια τα καζάλ για τα μάτια, τα κοκκινάδια για τα χείλια, όλο διαχυτικότητες και υποκλίσεις.

Στην οδό Καβάλας ήταν τα καπνεργοστάσια και οι καπναποθήκες. Τεράστια οικήματα απ’ όπου το απομεσήμερο, το φθινόπωρο που είχε ήδη γίνει η συγκομιδή, έβλεπες να βγαίνουν εκατοντάδες καπνεργάτες. Μαύριζε ο τόπος απ’ τον κόσμο… Ήταν η εποχή που τα καπνά, ξερά ήδη απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού, είχαν μεταφερθεί εκεί για επεξεργασία και διανομή — σαν δεμάτια, για εξαγωγές σε άλλες καπνοβιομηχανίες, ή αν είχαν τα μηχανήματα συσκευσίας, σε ωραίες χρωματιστές κασετίνες, έτοιμα τσιγάρα.

 

Ένας ένας κοντός κοντούτσικος έμορφος μπιζιργιάνης
κίν’σι να πάει στην πραματειά τον έπιασαν κλιφτάδες
τον δώσανε μια μαχαιριά ανάμεσα στα στήθια τ’
γέμ’σαν τα στήθια τ’ αίματα τ’ αχείλι του φαρμάκι.

Πού είσαι μανούλα μ’ να με δεις που είμαι χτυπημένος.
Έκατσαν και τον ρώτησαν
‘πό πού είναι μπαμπάς σου ‘πό πού είναι η μάνα σου.

Μάνα μ’ είναι ‘π’ τα Γιάννενα
μπαμπάς μου απ’ την Προύσα
κι εν’ κι ι τρανός μου αδερφός
στους κλέβδες είναι πρώτος
τότε γνωρίστηκαν τα δυο πως ήτανε αδέρφια.
Το αίμα μου να διω παρά στη γη να κοκκινίζει.

Δημοτικό τραγούδι,
περιοχή Καστανιές, Νομός Έβρου
Πηγή: Μουσική Βιβλιοθήκηκη της Ελλάδος
Ίδρυμα Λίλιαν Βουδούρη.

Πιο κάτω ήταν κι ο Τεκές. Μια περιοχή με χωράφια, όλο δένδρα, με τον μιναρέ του τζαμιού του — η Ξάνθη έχει πολλά τζαμιά, απ’ όπου έβγαινε ο χότζας. Λεγόταν έτσι, γιατί δίπλα στο τζαμί υπήρχε ένας Τεκές. Εκεί βρισκόταν κι ένα εξοχικό κέντρο, ο «Παράδεισος» που είχε στην αυλή του ένα πέτρινο σιντριβάνι γεμάτο κουρελάκια, στερεωμένα στις πέτρες που το περιέβαλαν.

Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, κάνεις μια ευχή και δένεις ένα κουρελάκι. Έτσι τάζεις στον Αλλάχ με την προσευχή σου, για να πραγματοποιήσει την ευχή.
Ένα ανάλογο μέρος υπάρχει κοντά στο Κουσάντασι, το λεγόμενο «σπίτι της Παναγίας» όπου λένε, πως έμεινε η Παναγία τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Έχει γίνει τώρα τζαμί η εκκλησία, κι είναι γεμάτος κουρελάκια, ο τόπος γύρω απ’ τον περίγυρο του, μέσα κι έξω. Τόσα πολλά…
Στον Τεκέ, η περιοχή λεγόταν Πούρναλικ κι ήταν φτωχική συνοικία όπου μένανε Τούρκοι και γινόταν ένα άλλο μεγάλο παζάρι — το “Πούρναλικ” που ‘χε πάρει την ονομασία του απ’ την περιοχή.

Μετά άρχιζαν τα προσφυγικά — προς τα δεξιά, για Κομοτηνή πηγαίνοντας, με τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Προς την αριστερή άκρη της πόλης, πηγαίνοντας για Καβάλα, βρίσκονταν τα βυρσοδεψεία και το Στάδιο — όπου γινόντουσαν πολλοί ποδοσφαιρικοί αγώνες.
Υπήρχε κι η οδός Δράμας με εξοχικά κέντρα όπου έτρωγαν έξω σαν ήταν καλοκαιρία και περνούσαν οργανοπαίχτες — νταουλιέρηδες, πλανόδια συγκροτήματα… με πίπιζες, φλογέρες, ούτια…
Όλοι αυτοί οι δρόμοι και τα οικήματα απλώνονταν κοντά στο Σταθμό του τρένου στα νότια της πόλης.

© >> Λ. Σ. Α. Προδημοσίευση “Παλιά Χρόνια”