Είναι επιλογή της κυβέρνησης να αυξήσει τη φορολογία

Συνέντευξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφημερίδα “Μακεδονία”

Κύριε Ανδρουλάκη, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, που έχει ψηφιστεί επίσης από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, ήταν αναπόφευκτα αλλά και ότι οδηγούν Λιανίδης 9εκτός κρίσης. Μια οικουμενική κυβέρνηση θα τα κατάφερνε καλύτερα και πώς;

Είναι δεδομένο ότι οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα τα κατάφερνε καλύτερα από τη σημερινή. Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει θα ήταν να λειτουργήσει με τη στοιχειώδη σοβαρότητα. Τα μέτρα κατέστησαν αναπόφευκτα έπειτα από την καταστροφική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης που μας φόρτωσε με 86 δισ. επιπρόσθετο χρέος, οδήγησε σε απόσυρση 45 δισ. από καταθέσεις, επέβαλε τους κεφαλαιακούς ελέγχους και παραλίγο να μας ρίξει ολοκληρωτικά στα βράχια πέρσι το καλοκαίρι. Το συγκεκριμένο μίγμα μέτρων όμως δεν είναι μέρος της συμφωνίας που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, αλλά αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το ειρωνικό είναι ότι τα μέτρα δεν οδηγούν καν στην έξοδο από την κρίση. Οδηγούν -αν επιτύχουν στους στόχους τους, πράγμα καθόλου βέβαιο- στην κατάσταση που ήμασταν στις αρχές του 2015.

Εσείς τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μιλάτε σχεδόν καθόλου για τις ευθύνες των δανειστών και του ΔΝΤ, ιδίως στο θέμα του χρέους. Το κόμμα σας τι προτείνει για το χρέος και πως μπορεί να επιβληθεί μια λύση χωρίς σύγκρουση;

Φυσικά και υπάρχουν σημαντικές ευθύνες στους δανειστές. Οι ιδεοληψίες τους και η επιμονή τους έκανε στο παρελθόν μια δύσκολη κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Εντούτοις, μια λύση δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μονομερών ενεργειών. Απαιτείται η συνεργασία όλων των πλευρών, όπως έγινε και το 2012, ώστε να αναδιαρθρωθεί το χρέος σε επίπεδα που το κόστος εξυπηρέτησης του θα είναι συμβατό με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως π.χ. το rollover ή τα μηδενικά επιτόκια, ώστε να εξοικονομούνται χρήματα για δημόσιες επενδύσεις και κοινωνική πολιτική. Επίσης μια μακροπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους θα δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης για τους ξένους επενδυτές. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει η Ελλάδα να έχει μια κυβέρνηση που να μπορεί να λειτουργήσει με σχεδιασμό, στρατηγική και να διαθέτει στοιχειώδη αξιοπιστία. Οι δανειστές εξυπηρετούν τους δικούς τους στόχους και αποφασίζουν με βάση το συμφέρον τους. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς.

Υπάρχουν στον ευρύτερο κεντρώο χώρο εκτιμήσεις ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπροσωπεί μια εκδοχή μεταρρυθμιστικής δεξιάς με την οποία η κεντροαριστερά μπορεί να συνεργαστεί. Εσείς τι λέτε;

Η στρατηγική του κ. Μητσοτάκη “εδώ και τώρα εκλογές” αγνοεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτή τη στρατηγική, η οποία, όταν εφαρμόστηκε από τον κ. Τσίπρα το 2015, οδήγησε τη χώρα σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και την οικονομία στα τάρταρα. Εμείς από την πλευρά μας παραμένουμε προσηλωμένοι στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς χωρίς να γινόμαστε δεκανίκι ούτε του εθνικο – λαϊκίστικου μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ούτε όμως και της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας.

Για την κεντροαριστερά λέτε ότι “δεν υπάρχει μια κοινή στρατηγική” και ότι κάποιοι ασχολούνται με μικρότητες. Ποιος φταίει για τις λάθος συνεννοήσεις;

Χαιρετίζω την πρωτοβουλία για το άνοιγμα της παράταξης. Είμαι θετικός σε κάθε κοινωνική επέκταση των ιδεών μας. Το έχει ανάγκη ο τόπος μας. Πρέπει να δημιουργηθεί ένας ισχυρός πολιτικός μοχλός, για να εκφράσει την ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας. Ωστόσο για να συμβεί αυτό, πρέπει να τεθούν στο περιθώριο οι προσωπικές στρατηγικές και οι μικρομεγαλισμοί. Η ενότητα δεν μπορεί να κατοχυρώνεται με όρους εξουσίας.

Για το προσφυγικό υποστηρίζετε ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο. Ωστόσο βλέπουμε ότι κάτι γίνεται: π.χ. οι ροές από την Τουρκία έχουν μειωθεί. Ποια όμως πρέπει να είναι η στρατηγική; Τι να κάνουμε με τους πρόσφυγες;

Ο μοναδικός λόγος για τη μείωση των προσφυγικών ροών είναι το κλείσιμο των βορείων συνόρων μας, μια απόφαση την οποία σιωπηρά συνυπέγραψε η κυβέρνηση, παρά τις προσχηματικές διαμαρτυρίες της. Η συμφωνία με την Τουρκία, όπως και η αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, ουδόλως έχουν συνεισφέρει σ΄αυτό. Άρα, η σημερινή μείωση οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να ανατραπούν αύριο, αν π.χ. δημιουργηθεί ένας νέος διάδρομος από την ελληνοαλβανική ορεινή μεθόριο ή αν ο κ. Ερντογάν αποφασίσει να “ενθαρρύνει” τους πρόσφυγες να διακινδυνεύσουν το πέρασμα στα νησιά. Τι θα κάνει τότε η κυβέρνηση; Η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει στρατηγική στο συγκεκριμένο ζήτημα με τρεις άξονες:

1)Οι πρόσφυγες πρέπει να να λαμβάνουν την προστασία που δικαιούνται και να διαμοιράζονται στα κράτη – μέλη με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Στην περίπτωση που ορισμένες χώρες αρνηθούν, τότε θα πρέπει να επιβάλλονται οικονομικές κυρώσεις.

2)Όσον αφορά τους παράτυπους μετανάστες, εφόσον δεν υπάρχει αίτημα φιλοξενίας από κράτος – μέλος, θα πρέπει να διεκπεραιώνονται στις χώρες καταγωγής τους.

3)Η ΕΕ πρέπει να αναλάβει τη θετική δράση στις χώρες που αντιμετωπίζουν δημογραφική έκρηξη για να τις στηρίξει στο αναπτυξιακό κομμάτι. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι παρούσα και στις περιφερειακές συγκρούσεις, προσφέροντας υπηρεσίες δίκαιου διαμεσολαβητή, ώστε να προωθεί την ειρήνη και να αποφεύγονται οι μετακινήσεις πληθυσμών.

Κρίση και προσφυγικό έχουν πλήρως απαξιώσει το ευρωκοινοβούλιο. Και το βλέπουμε σε όλη την ΕΕ. Παράδειγμα, οι ακροδεξιοί της Αυστρίας και το δημοψήφισμα στη Βρετανία. Αλήθεια, υπάρχει ευρωκοινοβούλιο ή μόνο ο Σόιμπλε;

Πράγματι, και οι δύο κρίσεις έχουν ενισχύσει τη θέση των κρατών – μελών. Επικρατεί πλέον η διακυβερνητική λογική και όχι η κοινοτική μέθοδος στη λήψη αποφάσεων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το ευρωκοινοβούλιο είναι ανίσχυρο ή ότι τα πράγματα θα είναι έτσι για πάντα. Το ευρωκοινοβούλιο έχει ελεγκτικό αλλά και νομοθετικό ρόλο. Μπορεί να αυξήσει τη δημόσια διαφάνεια και λογοδοσία σε διαδικασίες που θα παρέμεναν κρυφές σε άλλες περιπτώσεις. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρξει η κατάλληλη πολιτική συγκυρία και ο συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη να είναι θετικός. Στόχος της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών είναι να προωθεί η πολιτική ενοποίηση με δημοκρατικούς όρους ως απάντηση στης ηγεμονικές τάσεις των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Ευρώπης. Πρέπει να σταλεί ένα μήνυμα στους Ευρωπαίους πολίτες ότι οι κοινοί κανόνες ισχύουν για όλους και όχι μόνο για τους αδύναμους.