Του Γιάννη Σιδέρη

Το κυβερνητικό καράβι διαπλέει τσακισμένο εν μέσω άπειρων υφάλων, με το πλήρωμα ανήμπορο να χαράξει πορεία και να βγει στο «μνημονιακό ξέφωτο».

Η οικονομία ολοένα αφυδατώνεται, τα λουκέτα λαμβάνουν την μορφή καταιγίδας, (78% αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο, σε σύγκριση με πέρυσι), η κυβέρνηση διώχνει με την στάση της επενδυτές και ο Μάρδας τους αναζητεί… στους πρόσφυγες, η αξιολόγηση σχοινοβατεί, η ρύθμιση του χρέους βρίσκει εμπόδια στα άλλα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, αλλά και στην απλή αλήθεια ότι οι υποχρεώσεις μας ως προς αυτό δεν είναι τεράστιες τα αμέσως επόμενα χρόνια, η φορολογία βαραίνει τις πλάτες των ήδη γονατισμένων, το ασφαλιστικό προοιωνίζεται μέρες μιζέριας για τους συνταξιούχους των αμέσως επόμενων ετών, το προσφυγικό μετατρέπεται σταδιακά σε ωρολογιακή βόμβα, τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο καις την ελληνική κοινωνία.

Το κυβερνητικό επιτελείο προσπαθεί να αποδράσει από την ασφυκτική όλων όσων μας -και την – καταδυναστεύουν, με ένα υπερθέαμα κοινοβουλευτικής «καθαρσιολογίας», η οποία πάντως δεν ανταποκρίνεται στα ετήσια πεπραγμένα της.

Για οχτώ ογκώδεις καυτούς φακέλους με… ονοματεπώνυμο, κάνει λόγο η κυβερνητική «Αυγή», με τους οποίους θα προσέλθει υπό μάλης η κυβέρνηση στην συζήτηση της Τρίτης στη Βουλή. Έχουν σχέση με θέματα διαφθοράς, διασπάθισης δημοσίου χρήματος, με τις περιβόητες λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, και πως αυτές κακόπεσαν στα χέρια γαλαζοπράσινων κυβερνήσεων.

Ανέτως συνυπογράφει ο κάθε αντικειμενικός πολίτης την ανωτέρω καταγγελία.

Ωστόσο αναρωτιέται συνάμα, ποια τύχη επιφύλαξε η αριστερή κυβέρνηση στις λίστες αυτές, και όποιες άλλες κυκλοφορούν, και τις οποίες χρησιμοποιούσε ως βήμα στεντόρειας καταγγελίας στους «ρωμαλέους» καιρούς της ως αντιπολίτευση;

Πόσοι πήγαν σιδηροδέσμιοι επί των κυβερνητικών ημερών της, εφόσον έπραξαν όσα καταγγέλλει η κυβέρνηση; Πόσοι έφτασαν στα σκαλιά των δικαστηρίων, πόσες ρεμούλες, σκάνδαλα, μίζες, απιστίες προς το δημόσιο συμφέρον, ετέθησαν υπό το άπλετο και σκληρό φως της τυφλής δικαιοσύνης;

Και εν τέλει τι έκανε η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή επί ένα χρόνο; Πόσες συμβάσεις κατήργησε; (Προχθές εδώ ο Μαυρίδης μίλησε για άχθος της Αττικής Οδού με την ιδιοτύπως κερδοφόρα σύμβαση, ενώ κατά τη διάρκεια της αντιπολίτευσης ο βασικός της μέτοχος ήταν εμβληματικός εχθρός του επελαύνοντος ΣΥΡΙΖΑ).

Τι απολογισμό θα κάνει η κυβέρνηση επίσης για το λαθρεμπόριο καυσίμων, που εξακολουθεί να είναι αιμάσσουσα πληγή για την οικονομία και τα δημόσια έσοδα; Τι έκανε για τις περίφημες τριγωνικές συναλλαγές; Απολύτως τίποτα! Μετά τον πρώτο λεονταρισμό πέρυσι τον Μάρτη, υποχώρησε κάθιδρη! Το μόνο που εξακολουθεί να κάνει είναι να εξακοντίζει αόριστες ηθικοπλαστικές καταγγελίες.

«Ντέρμπυ» Γεροβασίλη – Κουμουτσάκου

Επειδή η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει έργο στο χτύπημα της διαφθοράς και της διαπλοκής, επιδίδεται σε λεκτικούς βερμπαλισμούς, ήσσονος σημασίας.

Όλος ο δημοσιογραφικός κόσμος θέλει να τιμωρηθεί η ομάδα των εκβιαστών «δημοσιογράφων». Αλλά να βγάζει ανακοινώσεις η κυβέρνηση γιατί ο Κουμουτσάκος, ως εκπρόσωπος τύπου, μιλούσε φιλικά, με άτομο που – μάλλον δεν ήξερε ότι – ήταν εκβιαστής, δείχνει πενία επιχειρημάτων.

Όλοι οι δημοσιογράφοι που αναγκάζονται να έχουν καθημερινή επαφή με κάποιον εκπρόσωπο κόμματος ή κυβέρνησης, δεν μιλούνε με διαλόγους που θα είχαν μορφή πρωτοκόλλου. Η συζήτηση μετά από χρόνια καθημερινής επαφής παίρνει οικεία μορφή – και δεν υπάρχει καμιά διάθεση εκ μέρους του γράφοντος να υπερασπίσει τον όποιο Κουμουτσάκο. Απλώς η επίθεση Γεροβασίλη και του πρωθυπουργικού γραφείου, καταδεικνύουν μάλλον ότι η κυβέρνηση δεν έχει στην φαρέτρα της ουσιαστικά επιχειρήματα, τα οποία να απορρέουν από την δική της δράση κατά της διαπλοκής.

Οι εκβιαστές «δημοσιογράφοι» πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Αλλά δεν ήταν, και δεν είναι αυτοί, το βαρύ πυροβολικό τη διαπλοκής που καταδυναστεύει την χώρα.

Όμως η κυβερνητική αντίδραση στις δημοσιευθείσες συνομιλίες Κουμουτσάκου, καταδεικνύει κάτι απείρως πιο επικίνδυνο: Στην προσπάθειά της να ενοχοποιήσει έναν αντίπαλο, νομιμοποιεί την παρανομία.

Παρανόμως ηχογραφημένοι διάλογοι από μυστικές υπηρεσίες, που δημοσιεύονται σε εφημερίδες, θα έπρεπε να θορυβήσουν τα αρμόδια κυβερνητικά κλιμάκια, να σημάνει συναγερμός, να διαταχθούν εις βάθος έρευνες, να φτάσουν στην πηγή της παρανομίας, προκειμένου να υπερασπίσουν την ιδιωτικότητα και τη δημοκρατική ζωή.

Αντί γι΄ αυτό, να χρησιμοποιούνται, από την (θεωρητικώς κατ΄ εξοχήν εντεταλμένη πηγή επιβολής της νομιμότητος), την κυβέρνηση, ως επιχειρήματα κατά των αντιπάλων.

Καθώς οι δύσοσμες αυτές υπηρεσίες είναι υπό κυβερνητική διοίκηση, αρνείται κάποιος να πιστέψει ότι η παράνομη ηχογράφηση και η απόδοσή της στη δημοσιότητα, ήταν σε γνώση της και υπό την επιδοκιμασία της.

Θα ήταν επικίνδυνο για τη Δημοκρατία και τραγικό για την ίδια την Αριστερά και το διατυμπανιζόμενο, «ηθικό της πλεονέκτημα».